United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον εκάλουν εις το σπίτι των και έπειτα τον απέπεμπον. Ο πατέρας τον ήθελεν, ο υιός τον εμίσει. Και ενώπιον της αδελφής του τον εξεδίωκε με τον πλέον βάρβαρον τρόπον. Επήγε να του ομιλήση διά τον Τερερέν και αυτός επήρε το μέρος του Τερερέ και εθύμωσεν εναντίον του ... Α! δεν ήθελε να πηγαίνη στο σπίτι των; πολύ καλά, δεν θα 'πήγαινε ποτέ πλέον.

Αλλ' ολίγον κατ' ολίγον αι σκέψεις του ήρχισαν να ψυχραίνωνται και η οργή του να κατέρχεται ως ο υδράργυρος του θερμομέτρου. Τον Τερερέν τον άνθρωπον ακριβώς ειπείν δεν εφοβείτο· τον ανησύχει όμως ο Τερερές ο μάγος.

Αλλ' ακριβώς διά να σκάση τον Τερερέν, έπρεπε να την πάρη. Λοιπόν θα τον έσκαζε τον ασχημάνθρωπον τον Τερερέν. Θα επέμενε να πάρη την Πηγήν, μαγάρι κιάν επρόκειτο να περιμένη δέκα έτη. Το βέβαιον είνε ότι από την προηγουμένην εσπέραν είχον εκ νέου στραφή τα αισθήματά του προς την κόρην του Θωμά.

Αλλ' όταν επαναληφθέντος του πηδηκτού, είδε τον Τερερέν ιστάμενον παρά την εστίαν και απαντώντα εις τα δίστιχα του νέου όστις εχόρευεν εις τον «κάβον», ενόμισεν ότι έπρεπε να χορεύση διά να εξουδετερώση την επίδειξιν του εχθρού δι' άλλης επιδείξεως. Αυτός δεν ήξευρε να τραγουδή, αλλά και ο Τερερές δεν ήξευρε να χορεύη.

Επανειλημμένως μετά την ηρωικήν εκστρατείαν του, η οποία κατέληξεν εις την οικίαν του Θωμά και εις την λογομαχίαν του με τον Στρατήν, συνηντήθη με τον Τερερέν, αλλά δεν απετόλμησε να εκτελέση τας αποφάσεις του. Το βλέμμα του μάγου του έφερεν ακατανόητον ατολμίαν.

Το χλευαστικόν «παρανόμι» ανέμνησεν εις τον Μανώλην τον Τερερέν, και όλη η αγανάκτησίς του εστράφη κατά του μάγου, εις τον οποίον απέδιδε την εύρεσιν και την διάδοσιν του χλευασμού, τον οποίον συνήντα τώρα παντού, εις το χωριό και εις τα Λιβάδια ακόμη. Ενώ δε εσκέπτετο πώς να εκδικηθή, ανεμνήσθη τους λόγους της μητρός του, ότι αν απηρνείτο την Πηγήν θάκανε ό,τι επεθύμει ο Τερερές.

Επί τέλους δεν εκρατήθη και ηρώτησε τον ιερέα. Ο παπάς εθύμωσε. Βάπτισμα το οποίον ετέλεσεν αυτός δεν ήτο κανονικόν; Ποιος τα λέει αυτά; είπε, ρίψας βλέμμα λοξόν προς τον Τερερέν, διότι εγνώριζεν ότι ούτος τον επολέμει κρυφά και φανερά, εποφθαλμιών την μίαν εκ των δύο ενοριών του, διά να γείνη και αυτός ιερεύς.

Ήτο πτωχός άνθρωπος και ο Μανώλης θα ήτο δι' αυτόν ανέλπιστος γαμβρός, πάντως δε προτιμότερος από τον Τερερέν. Η μόνη δυσχέρεια ήτο ότι ο Μανώλης δεν ήτο ακόμη εις θέσιν να παντρευθή. Η ηλικία του καθ' εαυτήν δεν ήτο εμπόδιον ούτε ο πρώτος, ούτε ο δεύτερος ήτο που ενυμφεύετο εις τοιαύτην ήλικίαν.

Ενώ όμως ήτο έτοιμος να θυμώση και να είπη παστρικά εις τον Τερερέν, ότι όλα αυτά τα έλεγε διότι ήθελε να του πάρη την ενορίαν, αλλ' ότι έπρεπε να το βγάλη από το νου του, διότι ο δεσπότης δεν εχειροτόνει άνθρωπον ο όποιος εδιάβαζε την Σολομωνικήν, του επήλθε μία λαμπρά ιδέα και διά της σοφιστικής απεστόμωσε τον σοφιστήν: — Δεν πας να ξης προβιές; του είπε.