United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτα δεμερικά πράγματα πόσον είνε αλλόκοτα! — εξοικειώθη τόσον προς τον άγριον εκείνον ρυθμόν, ώστε αντί να έχη εις τον νουν της το «Πιστεύω», εμουρμούριζε το γνωστόν των Καλικαντζάρων άσμα, το οποίον τοσάκις εις την καλήν της εποχήν είχε διηγηθή εις το νήπιον παιδί της. Σκάλικος είμαι, Σκάλικος είσαι. Μη φοβάστε, βρε παιδιά! Τα τσαρούχια δέσε-λύσε, μας επήρε μυρουδιά η Γρηά, η Γρηά!

Ο δε φαρμακοπώλης τον επήρε διά τρελόν τω όντι, και τον άφησε να φύγη. — Θα μου το πληρώσης, έλεγεν ο μεγάλος Κλώσος, όταν επλησίαζεν εις το χωρίον, θα μου το πληρώσης, μικρέ Κλώσε! Και άμα έφθασεν, επήρε τον μεγαλείτερον σάκκον όπου ηύρε, και υπήγεν εις του μικρού Κλώσου και του λέγει: — Με εγέλασες πάλιν. Την πρώτην φοράν με έκαμες και εσκότωσα τα άλογά μου, τώρα την νόναν μου!

Και όλα τα επίλοιπα, τα πάντα όσα πρέπει με του καιρού την αλλαγήν να φυτευθούν εκ νέου, — να ξαναφέρω δηλαδή από την εξορίαν τους φίλους, όσοι έφυγαν τα βρόχια του τυράννου, ή να παιδεύσω τους σκληρούς που είχε όργανά του αυτός ο δήμιος εδώ και η βασίλισσά του, ο δαίμονας ο σύσσωμος εκείνη, η οποία μονάχη της, ως φαίνεται, επήρε την ζωήν της, — αυτά και όσα χρεωστούν εκτός αυτών να γείνουν , κ' έχουν να γείνουν δι' εμού, — με του Θεού την χάριν, 'ς τον τόπον των, 'ς την ώραν των, τα πάντα θα τα πράξω!

Σύφλογο η δίνη η προερχομένη εκ της συναντήσεως φλογών πρώην κεχωρισμένων. Συνήθης κατάρα· » Να σε πάρη το σύφλογο.» Μ' επήρε το σύφλογο»! Μας δέρν' η ανεμοριπή. σ. 225 Ανεμοριπή ορμή ανέμου παρασύροντος παν το προστυχόν, και τούτο προς δήλωσιν καταστροφής. » Μας επήρε η ανεμοριπή. »

Αυτός δε στρεφόμενος αναδρομικώς και συγκρουόμενος, διότι επήρε νέαν ορμήν αντίθετον προς εκείνην η οποία ετελείωσε, έκαμε εντός του μέγαν σεισμόν και επροξένησε πάλιν μεγάλην καταστροφήν των διαφόρων ζώων.

Και δι' αυτήν την αιτίαν αυτή αντί να υπάγη εις τα λουτρά, επήρε θέλημα από την γραίαν, κα εβγήκεν από την χώραν διά να αναμερίση από την πειρακτικήν περιέργειαν του λαού. Ο νέος εκείνος αφού ελευθερώθη από τον θάνατον, εζήτησε ποίος τον ελευθέρωσε, διά να τον ευχαριστήση.

Τα Χριστούγεννα την νύκτα, αν και κακιωμένος ο Στεφανάκης, επήρε τα βιολιά τα μεσάνυκτα και απέρασεν από τον φούρνον, τραγουδών ερωτικώτατα και περιπαθέστατα διστιχα, γεμάτα μελαγχολίαν και αγάπην. — Σ' αγαπάει, καϋμένη!

Δεν πάω πουθενά, μωρέ· δεν πάω πουθενά! Το είπα ξάστερα του συγγενή μου. Ή με τo καράβι ή ποτέ. Δεν θα πάω λοιπόν ποτέ. Εδώ θα μείνω ναυάγιο κ' εγώ της τύχης μέσα στου πελάγου τα ναυάγια. Κ' ελύθηκε στα δάκρυα. Μ' επήρε κ' εμένα το παράπονο καθώς είδα εκείνον τον θαλασσόλυκο να κλαίη σαν μωρό παιδί. — Ας τα τόρα καπετάνιε· του λέγω. Τι φταις του λόγου σου; Ό,τι ήταν να κάμης το έκαμες.

Εκτός αν πέθανε απ’ το δικό μου τον πόθο. Γιατί αν πέθανεν, εγώ η αιτία θενά ήμουν του θανάτου του. Λοιπόν επήρε τους χρησμούς, που δεν αξίζουνε ούτε μιά τρίχα, ο Πόλυβος πεθαίνοντας μαζί στον Άδην. ΙΟΚΑΣΤΗ Μήπως δεν σου τα πρόλεγα όλα εγώ τούτα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έλεγες, αλλά μ’ έτρωγε, γυναίκα, ο φόβος.

Μετά φιλικωτάτην δε συζήτησιν, εκ συμφώνου απεφάνθησαν ότι το παράδοξον ον, το οποίον τους επήρε τα λεπτά, αφού δεν τους επήρε ούτε την φωνήν ούτε τον νουν των, θα ειπή ότι δεν ήτον φάντασμα, ούτε βρυκόλακας, και αφού δεν εδοκίμασε να τους φάγη, θα ειπή ότι δεν ήτον καλικάντζαρος. Τι άλλο θα ήτο λοιπόν; θα ήτον άνθρωπος, χωρίς άλλο.