United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν είδε τον στρατιώτην, τον επήρε και υπήγε να δείξη εις το παιδί της κυρίας της τον περίεργον αυτόν ταξειδιώτην, ο οποίος εβγήκε μέσα από το ψάρι. Το παιδί τον έβαλεν επάνω εις την τράπεζαν. — Περίεργον! Όχι! Ναι! Τι σύμπτωσις!

Είχα χαλάσει το ένα σβάντζικο απ' τα δυο που με είχε δανείσει, έκαμα όλα τα έξοδα του ταξειδιού, έφαγα και ήπια καλά, έφερα και δυο μεγάλα κομμάτια τυρί στο σπίτι, καθώς και μισό καρβέλι από μαύρο ψωμί χωριάτικο, έδωσα τα δύο σβάντζικα τα δανεικά, και μου περίσσευσαν και δύο ακόμα σβάντζικα. — Να, πάρ' το, κυρά Λευθέραινα, το ταψί σου, μου λέει η Παναγήνα, αφού επήρε τα δυο σβάντζικα.

Αυτά είπ' ο Δάφνις κ' έπεσε, κ' έδραμ' η Αφροδίτη κ' έδραμε κ' εδοκίμασε να τον ανασηκώση· μα της ζωής του την κλωστή την είχαν κόψει οι Μοίρες και τον επήρε αγύριστα του χάρου το ποτάμι, το Δάφνι που τον έστεργαν Μούσες και Νύμφες όλες. Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι.

Εδώ θα μας πάρη η νύχτα. Αλλά με το σκοτάδι θα εκινδύνευε περισσότερο. Επήρε θάρρος και αποφάσισε με κάθε τρόπο να το διώξη από κοντά του. — Το ψάρι κοντά μου· τσιμπάει απάνω· έτοιμοι! — Έτοιμοι.

Γλώσσα δυνατή, αρμονική, γεμάτη νόημα και πάθος. Η παράδοση έλεγε πως αν ήταν μεγάλοι εκείνοι ήταν από τη γλώσσα τους. Σκέφτηκε λοιπόν, αφού επήρε τ' όνομα, να πάρη κ' εκείνη. Να την πάρη όχι μόνον αυτός αλλά κι ο αδερφός του κ' οι κολλήγοι του ακόμα. Άμα το κατώρθωνε αυτό, πίστευε τη δουλειά του τελειωμένη. Και άμ' έπος, άμ' έργον, άρχισε στα σοβαρά το σκοπό του.

Ο δε Γύλιππος, άμα είδεν ότι οι Αθηναίοι δεν επροχώρησαν εναντίον αυτού επήρε τον στρατόν εις την κορυφήν την καλουμένην Τεμενίτιν και διενυκτέρευσεν εκεί.

Με την αφορμή αυτής της ιστορίας, καθώς και της άλλης του λαθρεμπορίου, που την εφανέρωσεν ο στρατιώτης, που είδε τα φορτωμένα μουλάρια, οι εχθροί του παππά Συνέσιου τον εκατάγγειλαν, αυτός όμως, χωρίς να περιμένη, εσηκώθη μια νύχτα, επήρε τα ρούχα του πλυμένα κι' άπλυτα και μαζή με τη μάννα του, έφυγε και από τη Μονή και από τον τόπο.

Επήρε και λαδάκι ν' ανάψη τα κανδηλάκια του Αγίου Γεωργίου πάλιν, και δύο κηράκια να κολλήση εις την εικόνα του, οπού είχε τόσον καιρόν να τον προσκυνήση· επήρε και μοσχολίβανο, και σπίρτα μήπως και δεν εύρη, γιατί δεν τ' αφίνουν οι μικροί βοσκοί, κ' εξήλθεν ακροποδητί, μη ταράξη της μητρός της τον ύπνον.

Η κυρία Παρρέν μας εζωγράφισεν ένα ωραίον τύπον γενναίας γυναικός, η οποία εγεννήθη ειλικρινής εις τον κόσμον, ήλθεν εις σχέσιν με το ωραίον, προσήρμοσε την καλλιτεχνικήν της ψυχήν εις περιβάλλον που εξέλεξεν η ιδία. Αλλά πάρα κάτω είναι ακόμη ολιγώτερον νέα η γυναίκα αυτή. Επήρε το παιδί της και έφυγε.

Εμβήκεν εκείνη αφού έβγαλε τα χειρόκτιά της και επρόσεξε πολύ, καθώς εκάθισε, να μη τσαλακώση το εύμορφο φρεσκοσιδηρωμένο φόρεμα της, το στολισμένο με δαντέλλες. «Τι ιδέα αυτή της γιαγιάς μου, ένα ξύλο φαγωμένο από την πολυκαιρίαν να το κάμη τόσο μεγάλην υπόθεσινεσυλλογίσθη, άμα επήρε την σαΐταν εις τα χέρια της και ήρχισε να υφαίνη.