United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Ωιμέ, μη κάποιος των θεών πάλι μου υφαίνη απάτη, 'που απ' την πλωτή να καταιβώ με συμβουλεύει τώρα• αλλά δεν θα υπακούσω εγώ, γιατ' είδαν οι οφθαλμοί μου μακρυά την γην, όπ' έλεγε πως θα 'χω καταφύγι. μόν' άλλο, 'που καλήτερο μου φαίνεται, θα πράξω• 360 όσο τα ξύλα της πλωτής σταθούν συναρμοσμένα, αυτού θα μείνω, και ανδρικά τα πάθη θα βαστάξω• και όταν διαλύση την πλωτή το σείσμα των κυμάτων, θα πλέξω τότε, ότι άλλο τι ναύρη δεν φθάνει ο νους μου».

Εις τι αποβλέπει ο τεχνίτης όταν κατασκευάζη την σαΐταν; Μήπως δεν αποβλέπει προς έν πράγμα με τοιούτον σχήμα, ώστε να είναι πλασμένον διά να υφαίνη; Ερμογένης. Πολύ ορθά. Σωκράτης.

Εμβήκεν εκείνη αφού έβγαλε τα χειρόκτιά της και επρόσεξε πολύ, καθώς εκάθισε, να μη τσαλακώση το εύμορφο φρεσκοσιδηρωμένο φόρεμα της, το στολισμένο με δαντέλλες. «Τι ιδέα αυτή της γιαγιάς μου, ένα ξύλο φαγωμένο από την πολυκαιρίαν να το κάμη τόσο μεγάλην υπόθεσινεσυλλογίσθη, άμα επήρε την σαΐταν εις τα χέρια της και ήρχισε να υφαίνη.

Από εικοσιπέντε τουλάχιστον ετών ουδέν άλλο ωνειρεύετο παρά τας απολαύσεις έρωτος θεμιτού και υπό της εκκλησίας ευλογημένου. Αφού εδαπάνησεν όλον τέταρτον αιώνος υφαίνουσα ιστούς προς άγραν συζύγου, εξηκολούθει ακόμη να υφαίνη η ακούραστος εκείνη αράχνη.

Χαράεκείνον, όπου 'ξεύρει να την ζητήση, να την 'βρή Η κυρά Διαμάντω έξευρε να υφαίνη τόσον ωραία, ώστε και από τας Αθήνας ακόμη κυρίαι ήρχοντο εις το χωριό της και της παρήγγελλον μεταξωτά, βαμβακερά ή μάλλινα υφάσματα Με τον εργαλειό της κατόρθωσε ν' αναθρέψη τους τρεις υιούς της και να προικίση καλά τας θυγατέρας της.

Η γιαγιά μου έλεγεν, ότι όποιος αγαπήση αληθινά την δουλειά, με σταυρωμένα χέρια δεν ειμπορεί πεια να μείνη... Περίεργον! Όλοι εστέκοντο εκστατικοί και έβλεπαν την μικράν κόρην· είχεν αρχίσει με δισταγμόν σιγά-σιγά και τώρα η σαΐτα έτρεχετα χέρια της σαν να ήτο χρόνια η μικρά συνηθισμένη να υφαίνη! Τα τρία δάκτυλα πανί γρήγορα έγιναν τακτικά και νοικοκυρευμένα.

Μες της μάβρης φτώχιας τα χάδια και της ορφάνιας τον πικρό καημό αναστήθηκε. Κρυφή χαρά της είχε να ξεδουλέβη το στερεμένο το ψωμάκι της. Να γεροκομάη τη γριά τη μάνα της·τη μόνη αγάπη και ακριβή που είχε η άμοιρη στον κόσμο. Να οικονομάη, να υφαίνη τα προικιά της τα καλά, μέσα στα μακρυνά νυχτέρια του χειμώνα·το μόνο όνειρό της το παρθενικό.

Πώς μπορούσε να είνε πρόστυχη και τιποτένια τέτοια λυγερή; Πήγε και ξαναπήγε στο σπίτι της. Την άκουσε να τραγουδή και μαγεύτηκε. Την είδε να υφαίνη, να μασουρίζη, να κεντά και τη θαύμασε. Λίγο λίγο άφησε τα παιγνίδια, παράτησε και τους συντρόφους του. Έκαμε συντροφιά την Ελπίδα. Έπειτ' από τη μάννα του πρώτη του έγνοια ήταν εκείνη.

«.... Τον εργαλειό θα τον στήσω κάτω, δίπλα εις την αποθήκην, όπου φυλάττει ο πατέρας μου τα είδη του παντοπωλείου του, και δι' όσα φορέματα θα χρειάζωμαιπάντα μεταξωτάθα παίρνω εργάτριαν με το ημερομίσθιον να τα υφαίνη.... Πολλά κορίτσια πτωχά ευρίσκει κανείς εις τας Αθήνας να εργασθούν με ημερομίσθιον!...» Εδώ πάλιν η κλωστή εκόπη. Κάθε λίγο και λιγάκι έχει κόμβους αυτή η κλωστή!