United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επομένως ο μεν υφαντικός θα χρησιμοποιήση καλά την σαΐταν, καλά δε θα ειπή με τον υφαντικόν τρόπον, ο δε διδακτικός θα μεταχειρισθή καλά το όνομα, καλά δε θα ειπή, με τρόπον διδακτικόν. Ερμογένης. Βεβαιότατα. Σωκράτης. Και τίνος έργον χρησιμοποιεί καλά ο υφαντής, όταν μεταχειρίζεται καλά την σαΐταν; Ερμογένης. Το έργον του ξυλουργού. Σωκράτης.

Αλλ' η προσέγγισίς του επέτεινε και την συγκίνησιν της Πηγής· εις δε την ταραχήν της εστράφη και αφού επέρασε τα πόδια της εις τις πατητήρες έπιασε την σαΐταν. Αλλά τα χέρια της έτρεμαν. Ο Μανώλης είχε σκύψει επ' αυτής και ησθάνθη θερμήν την πνοήν του επί του τραχήλου της. — Ψυχή μου, Πηγιό, ώμορφη πούσαι! εψιθύρισεν η φωνή του εγγύτατα εις την παρειάν της.

Έπειτα μου λέγει· ηξεύρεις να σύρης την σαΐταν με το δοξάριον; εις τούτο του απεκρίθην, ότι εκ νεότητός μου εγυμνάσθην αρκετά εις το τοιούτον έργον.

Εις τι αποβλέπει ο τεχνίτης όταν κατασκευάζη την σαΐταν; Μήπως δεν αποβλέπει προς έν πράγμα με τοιούτον σχήμα, ώστε να είναι πλασμένον διά να υφαίνη; Ερμογένης. Πολύ ορθά. Σωκράτης.

Και λοιπόν αν σπάση εις τα χέρια του η σαΐτα την ώρα που την κατασκευάζει, άρα γε όταν θα κάμη άλλην θα αποβλέπη προς την σπασμένην, ή προς εκείνην την μορφήν της σαΐτας σύμφωνα με την οποίαν κατεσκεύαζε και εκείνην που έσπασεν; Ερμογένης. Προς εκείνην την μορφήν, νομίζω εγώ. Σωκράτης. Τότε λοιπόν δεν είναι το δικαιότερον από όλα, εκείνην να ονομάσωμεν καθ' εαυτό σαΐταν; Ερμογένης.

Χαμήλωσε, του είπε, αφίνουσα την σαΐταν. Αλλ' ο Μανώλης έμεινεν όρθιος πλησίον του «αργαστηριού». — Δεν μπορώ, είπε με θλίψιν, γιατί αν αργήσω, θαρχίξη τσι φωνές ο Καρπάθιος κύστερα θα το πη και του κυρού μου. Και με την τελευταίαν λέξιν έφυγεν εκ του στήθους του στεναγμός. Δεν ήτο ζωή αυτή να δουλεύη του Θεού την ημέρα στον ήλιο, χωρίς μιας στιγμής ευκαιρίαν ... να την βλέπη.

Αφότου είχε γεννηθή, έβλεπεαυτόν καθισμένην την μάμμην της και τώρα τα 'ματάκια της εγέμισαν δάκρυα. Έβγαλε το μανδήλι της, πριν αρχίση, και τα εσπόγγισεν· έπειτα επροσπάθησε να ενθυμηθή ένα ένα όλα όσα της είχε παραγγείλει η μάμμη της, όταν για μια φορά, για πρώτη φορά την είχε βάλει να υφάνη και ήρχισε δειλά, δειλά να κινή την σαΐταν. . .

Παρετήρησε τότε, και ούτε είνε καλά τυλιγμένη εις το μασούρι. Αμέσως έφερεν η γειτόνισσα όλα τα μασούρια και μόνη της εδιάλεξεν ένα με την πειο ίσια, με την πειο γερή κλωστή, το επέρασεν εις την σαΐταν της. Αλλά, δύο τρεις, τέσσαρες φορές η κλωστή έσπασε, και ούτε ένα δάκτυλο πανί δεν είχε ακόμη υφασμένο. Ας δοκιμάση η δευτέρα, είπεν ο συμβολαιογράφος.

Εμβήκεν εκείνη αφού έβγαλε τα χειρόκτιά της και επρόσεξε πολύ, καθώς εκάθισε, να μη τσαλακώση το εύμορφο φρεσκοσιδηρωμένο φόρεμα της, το στολισμένο με δαντέλλες. «Τι ιδέα αυτή της γιαγιάς μου, ένα ξύλο φαγωμένο από την πολυκαιρίαν να το κάμη τόσο μεγάλην υπόθεσινεσυλλογίσθη, άμα επήρε την σαΐταν εις τα χέρια της και ήρχισε να υφαίνη.

Παραδείγματος χάριν πρέπει, καθώς είπαμεν, να γνωρίζη να αποτυπώνη εις τον σίδηρον εκείνο το τρύπανον το οποίον είναι εκ φύσεως κατάλληλον δι' έκαστον πράγμα. Ερμογένης. Πολύ ορθά. Σωκράτης. Και την εκ φύσεως κατάλληλον δι' έκαστον πράγμα σαΐταν να την αποτυπόνη εις το ξύλον. Ερμογένης. Αυτό είναι. Σωκράτης.