United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΙΑΚ. Δεν είνε εύκολον, Μένιππε, να τα 'δης όλα• αλλά τα κυριώτερα δύνασαι να τα ίδης• γνωρίζεις ότι αυτός εδώ είνε ο Κέρβερος, γνωρίζεις και τον Πορθμέα ο οποίος σε επέρασε διά της Αχερουσίας, εισερχόμενος δε είδες την λίμνην και τον Πυριφλεγέθοντα.

Νά, τώρα που χάραξε θα βγουν. Η Μαργαρώ ακούσασα αυτήν την διάλεξιν έπαθεν εκ της συγκινήσεώς της μυστηριώδη τινά παρακώλυσαν νευρικήν στιγμιαίαν. Δεν ηδύνατο να φωνάξη, δεν ηδύνατο να σηκωθή. Και οι λαλούντες έξω, απεμακρύνοντο. Δεν επέρασε διόλου από τον νουν της ότι έσκωπτον αυτοί οι άνθρωποι τοιαύτην ώραν και τοιαύτην ημέραν.

Εγνώρισα τότε ότι η κρίσις της ασθενείας μου επέρασε προ πολλού. Ανεγνώρισα ότι είχα τελείως τότε ανεύρει την λειτουργείαν των οργάνων της οράσεως, και ότι εν τούτοις το παν δεν ήτο άλλο παρά σκοτάδι, σκοτάδι παντού, — το μέγιστον και ανώτατον σκοτάδι της νυκτός που θα διαρκέση πάντοτε.

ΚΡΕΟΥΣΑ Ώ συ, αιθέρα μου λαμπρέ, άπειρε! ποία λόγια να σου φωνάξω; από που η ανέλπιστη ηδονή μου έρχεται αυτή, και ποιος θεός τέτοια χαρά μου δίνει; ΙΩΝ Τα εφαντάσθηκα όλα αυτά, μητέρα μου, και πρώτα, προτού ακόμα μάθω εγώ πως είμαι γυιός δικός σου. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ, τρέμω από το φόβο μου. ΙΩΝ Δεν έχεις τώρα εμένα; ΚΡΕΟΥΣΑ Τόσος καιρός επέρασε χωρίς καμμιάν ελπίδα.

Σκόρπαε τα ξηρά φύλλα τους και του βουνού τα στεγνά τσάχαλα, τα παράδερνε εδώ κι' εκεί 'ςτό χάος του αθέρα και τ' άρριχνεν ύστερα ολόβολα μίλια μακριά από τη γη που τα σήκωσε κι από τα κλαράκια που τα 'κοψε'. Σαν επέρασε μια στιγμή τ' ανεμόχολο, έλαμψε λίγο ο ήλιος 'ςτά λόγγα του Σκλούπου πέρα, και κατόπι δεν τον ξανάειδαμε ως την άλλη αυγή.

Εάν τω όντι μ' αγαπάς, Ρωμαίε, τιμημένα, κ' είν' ο σκοπός σου στέφανα και γάμος, μήνυσέ μου με κάποιον, οπού αύριον εγώ θα σου τον στείλω, το πού και πότ' επιθυμείς η τελετή να γίνη, κ' είμ' έτοιμη την τύχην μου ‘ς τα χέρια σου να βάλω και εις τα πέρατα της γης να σε ακολουθήσω. ΠΑΡΑΜΑΝΑ, έσωθεν. Κυρία! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Έφθασα. — Αλλά εάν κακόν ‘ς τον νουν σου επέρασε, παρακαλώ... ΠΑΡΑΜΑΝΑ, έσωθεν.

Την αυγήν ένας χωρικός επέρασε και είδε το παπί παγωμένον εκεί και το ελυπήθη. Επάτησε λοιπόν επάνω εις το κρυσταλλωμένον νερόν, έσπασε τον πάγον με το υπόδημά του και επήρε το παπί εις την καλύβην του, να το δώση της γυναικός του. Εκεί εις την ζέστην εζωντάνευσε το ταλαίπωρον.

Όμως ποτέ δεν επέρασε αιών δημιουργικός που να μην ήταν και της κριτικής τέχνης αιών. Γιατί η κριτική ικανότης είναι που εφευρίσκει καινούριες φόρμες. Η τάσις της δημιουργίας είναι να επαναλαβαίνη τον εαυτό της. Στο κριτικό ένστικτο χρεωστούμε κάθε νέα Σχολή που βγαίνει στη μέση, κάθε καινούριο καλούπι που η Τέχνη βρίσκει έτοιμο στα χέρια της.

Κι ο Δάφνης έφευγε, αφού τους εφίλησε πρώτ' από τη Χλόη για να μείνη απείραχτο το φίλημα εκείνης. Μα κι άλλες πολλές φορές ξαναπήγε εκεί μ' άλλους τρόπους· κ' έτσι ο χειμώνας δεν επέρασε γι' αυτούς δίχως έρωτα.

Ιωάννης ο Βηλαράς υιός Στεφάνου ιατρού Ιωαννίτου και Τάρσας Πελοπονησίας εγεννήθη εις Ιωάννινα, όπου και επέρασε τας πρώτας σπουδάς της Ελληνικής παιδείας εις το Κοινόν της πατρίδος του Γυμνάσιον. Από τον πατέρα του εδιδάχθη την Λατινικήν Ιταλικήν και Γαλλικήν γλώσαν, και τα στοιχειώδη μαθηματικά, με φανεράν επίδοσιν.