Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Κτύπα, κτύπα, κτύπα! — Ποίος είναι; — Θα ήναι, μα την πίστιν μου, κανείς ράπτης Άγγλος, κ' έρχεται εδώ διότι έκλεψε πανί από βράκαν Γαλλικήν . Έλα, ράπτη, να πυρώσης εδώ το σίδερό σου. Κτύπα, κτύπα! — Ησυχίαν δεν με αφίνουν! — Ποίος είσαι του λόγου σου;... Όμως κάμνει κρύον! Δεν είναι η κόλασις εδώ· εκεί κάμνει ζέστην.
Έξαφνα αρπάζει το παιδάκι τον στρατιώτην και τον πετά μέσα εις την φωτιάν. Δεν είπε διατί τον επέταξεν. Ίσως ο διάβολος της ταμβακοθήκης του έδωκεν αυτήν την ιδέαν. Ο στρατιώτης είδε τότε φως πολύ τριγύρω του, και ησθάνθη τρομεράν ζέστην αλλά δεν ήξευρε καλά καλά αν τον εζέσταινεν η φωτιά, ή η αγάπη του διά την χορεύτριαν.
— Καλά που μου το θύμισες, έλεγε. — Κ' ήτανε μεγάλο πράμμα, να το θυμηθής; — Όχι· μα κάνει ζέστη· τόση ζέστη. Και θα ήτο μόνον Μάρτιος· πλην ο Αγκούτσας δεν ημπορούσε να υποφέρη την ζέστην. Έλεγεν ότι, του κάκου, αδύνατον ήτο να κάμη τις δουλειά το καλοκαίρι. Και όλος ο καιρός, εκτός ολίγων εβδομάδων, μοιρασμένων σποραδικώς εις τρεις ή τεσσάρας μήνας, ήτον καλοκαίρι.
Και εχαίρετο το χαμόμηλον όταν ήκουε την κίχλαν να λέγη με το κελάδημά της όσα εκείνο το πτωχόν δεν είχε φωνήν να εκφράση· και δεν εζήλευεν ότι δεν ημπορούσε και εκείνο να πετάξη και να κελαδήση, αλλά ήτο ευχαριστημένον με ό,τι έβλεπε τριγύρω του, με τον ήλιον και με το φως και με την ζέστην.
ΑΜΛΕΤΟΣ Έτοιμος είμαι να το δεχθώ με όλην την προθυμίαν του πνεύματός μου. — Κάμε την ορθήν χρήσιν του καλύμμα- τός σου· χρησιμεύει διά την κεφαλήν. ΟΣΡΙΚΟΣ Ευχαριστώ σε, Υψηλότατε, κάμνει πολλήν ζέστην. ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, πίστευσέ με, κάμνει πολύ ψύχος· πνέει βορράς. ΟΣΡΙΚΟΣ Κάμνει αρκετό ψύχος τωόντι, Κύριέ μου.
Και άλλα φώτα γρήγορα· — 'ς τον τοίχον τα τραπέζια· κι ας σβύση πλέον η φωτιά· κάμνει μεγάλην ζέστην . Αι, θείε Καπουλέτε μου, κάθισ' εδώ κοντά μου· εκάμαμεν το χρέος μας ημείς εις τον καιρόν μας. Αφ' ότου εχορεύσαμεν ως πόσα χρόνια είναι; ΓΕΡΩΝ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Μα τον σταυρόν, εξάδελφε, είναι τριάντα χρόνια. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τι! Ολιγώτερον καλέ, 'λιγώτερον σου λέγω.
— Και όταν ήλθες εις τον εαυτόν σου, πού ευρέθης; ηρώτησεν η μοναχή. — Όταν άνοιξα τα όμματά μου, μου εφάνη ότι ήμουν επάνω εις μίαν κλίνην ζεστήν, και φωτία αναμμένη έκαιε πλησίον μου. Ένας αγνώριστος άνθρωπος έστεκεν επάνωθέν μου και μ' εκύτταζε με συμπάθειαν. — Και έπειτα; — Έπειτα δεν ενθυμούμαι πλέον. Εδώ σταματά η μνήμη μου. Ως φαίνεται έπεσα εις αρρώστιαν, η οποία διήρκεσε πολύν καιρόν.
Διότι τινές φαντάζονται ότι ακούουσι κεραυνούς και βροντάς, όταν μικροί ήχοι γίνωνται εις τα ώτα, και ότι αισθάνονται μέλι και γλυκείς χυμούς, όταν ρέη εις την γλώσσαν αυτών ανεπαίσθητον φλέγμα, και ότι βαδίζουσι διά μέσου πυρών και θερμαίνονται, όταν είς τινα μέρη του σώματος αισθάνωνται ολίγην ζέστην. Όταν δε εξεγείρωνται, αναγνωρίζουσι πώς ταύτα πράγματι συμβαίνουσιν. 8.
— Το φίλημά του, είπα δεν είναι όλως δίχως επιθυμία· ζητεί τροφήν, και επιστρέφει ουχί ικανοποιημένον από το άδειο το φίλημα. — Τρώγει και από το στόμα μου, είπε. Του επρόσφερε μερικά ψίχουλα με τα χείλη της, από τα οποία εμειδιούσαν η τέρψεις αθώας συμπαθούσης αγάπης με ζεστήν ηδονή. Απέστρεψα το πρόσωπον.
Ω Θεέ μου! ακόμη είμαι παγωμένη, είπε ψυλαφώσα το σώμα με τας χείρας αυτής. — Δεν γίνεται να είσαι παγωμένη, είπε μειδιώσα η Σιξτίνα. Εδώ κάμνει ζέστην, και ο χειμώνας μας πέρασεν. Έτσι σου φαίνεται. — Ω Θεέ μου! — Και έπεσες εις το νερόν; — Ναι. — Ήτο βαθύ; — Πρέπει να ήτο πολύ βαθύ. — Και πώς δεν επνίγης; — Αυτό δεν ειμπορώ ακόμη να εννοήσω, είπεν η Αϊμά. Τι έγεινε δεν ειξεύρω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν