United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μίαν ημέραν που ευρισκόμουν με τες σκλάβες μου εις το περιβόλι το βασιλικόν, μου ήλθε θέλησις διά να λουσθώ εις μίαν λεκάνην από άσπρον μάρμαρον, που ευρίσκετο εις την μέσην του περιβολιού, γεμάτην από καθαρόν νερόν· έκαμα ευθύς διά να με γδύσουν, και εμβήκα εις την λεκάνην ομού με μίαν μου σκλάβαν, διά να με λούση, και εν τω άμα εκεί που εμπήκαμεν, εσηκώθη ένας άνεμος πολλά σφοδρός, ο οποίος έκαμεν ένα σύννεφον από κονιορτόν, εσηκώθη εις τον αέρα επάνωθέν μας, και από το μέσον αυτού του συννέφου βγαίνει αιφνιδίως ένα μεγαλώτατον πουλί, και πίπτει επάνωθέν μου, και πιάνοντάς με με τα ονύχια του με εσήκωσεν από εκεί, και με έφερεν εις ετούτο το καστέλλι· και οπόταν με απόθεσεν εδώ, ευθύς εμεταβάλθη από πουλί που ήτον εις ένα νέον εξωτικόν.

Έτσι λέγοντας εφύσησε εις το πρόσωπόν της Ρετζίας και ύστερον που είπε κάποια λόγια μυστικά, έγινεν άφαντος. Η βασίλισσα έμεινεν έμφοβος από τέτοιους φοβερισμούς, μα μην αγροικώντας καμμίαν μεταλλαγήν επάνωθέν της, εστοχάσθη ότι ο Αβικένας ευχαριστήθη μόνον εις το να την φοβίση.

Ο Αφρικός έμεινε πολλά ευχαριστημένος εις το να με ιδή πρόθυμον διά να τον βοηθήσω· μα εγώ φοβούμενος με κάποιον τρόπον από αυτόν, άρχισα να λέγω την προσευχήν μυστικώς· Εις αυτό το διάστημα αυτός έβγαλεν από την τζέπην του μίαν απλοχεριάν βόλια, μικρά μολυβένια και δίδοντάς μου τα εις τα χέρια μου είπεν· ενθυμήσου να μη κάμης αλλέως, παρά οπόταν με ιδής κάθε φοράν που να πέσω αναίσθητος, να μου ρίξης επάνωθέν μου ένα από αυτά τα βόλια.

Μαύρη επλανάτο επάνωθέν των η νυξ και πλέον μαύροι παρετάσσοντο των γηραιών δρυών οι ακίνητοι όγκοι, άνωθεν των οποίων εσύριζεν ως όφις παρερχόμενος ο πρωινός άνεμος. Η σελήνη είχε δύσει πρό τινων στιγμών και μόνον ως φλοξ ερυθρά καιομένης ασβεστοκαμίνου μακρόθεν έφεγγεν όπισθεν του Προμηρίου της Θετταλομαγνησίας ο αιμόχρους κύκλος της.

Εγνωρίσαμεν με άκρον πόνον ετούτην την δυστυχισμένην αλήθειαν επειδή και εστάθη τρία μερόνυκτα πάντα τρώγοντας χωρίς να λάβη παραμικρόν ύπνον, το οποίον μας έρριξεν εις την υστερινήν απελπισίαν διά την κακήν μας κατάστασιν. Και ο καραβοκύρης δεν ήλπιζε ποτέ με τούτο το συμβάν διά να ιδή ποτέ την χώραν Γολκόνδα· οπόταν αιφνιδίως μας εφάνη να ιδούμεν τον αέρα να σκοτεινιάση επάνωθέν μας.

Ο Χεδέρ καταλαμβάνοντας μίαν ημέραν την ανησυχίαν μου, είπε· γνωρίζω πολλά καλά, ότι ήθελες να είσαι εις την Μπάσραν και με το να μην είναι αρκετές οι ηδονές ετούτου του περιβολιού να σε κρατήσουν πλέον, αποφάσισα να πληρώσω την επιθυμίαν σου. Λέγοντας έτσι, εσήκωσε τους οφθαλμούς του εις τον αέρα και βλέποντας ένα μικρόν σύννεφον επάνωθέν μας το εσταμάτησε και το ερώτησε πού πηγαίνει.

Ο Μουσταφάμπεης έμεινε την νύκτα ταύτην εις το επάνωθεν της Δαύλειας μοναστήριον επονομαζόμενον της Ιερουσαλήμ και εκεί ομιλών με τους περί αυτόν ανέφερεν ότι την επομένην ημέραν έμελλε να διαβή από την Αράχωβαν διά να υπάγη εις Σάλωνα· ακούσας τούτο είς των διακόνων του Μοναστηρίου, ειδήμων της Αλβανικής γλώσσης, μεταβαίνει την νύκτα εις Δίστομον και το αναγγέλλει εις τον Καραϊσκάκην.

Και τούτο λέγοντας άρχισαν να περιπατούν πεζοί μη έχοντες ούτε άλογον, μήτε βάρος επάνωθέν τους. Επεριπάτησαν πολύν καιρόν ζώντες από μόνα οπωρικά και χόρτα που εύρισκαν εις την στράταν, μα εμβαίνοντας εις ένα έρημον δάσος έμειναν υστερημένοι και από αυτήν την ζωοτροφίαν, και από κάθε άλλο που ημπορούσε να τους διώξη την πείναν. Έμεινε λοιπόν η σταθερότης τους πολλά συντριμμένη.

Όθεν πίνοντας από αυτό, και γροικώντας την ευωδίαν των ανθέων, και τον δροσερόν αέρα που έπνεε, με έπιασεν ένας γλυκύς ύπνος, και αποκοιμήθηκα διά κάμποση ώρα και αφού εξύπνησα βλέπω ολόγυρά μου πέντε έξ ελαφίνες άσπρες, που είχαν επάνωθέν τους ένα σκέπασμα γαλάζιο από ατλάζι, και εις τα ποδάρια βραχιόλια από χρυσάφι.

Και οπόταν ανέβης εις αυτήν την αξίαν, θέλεις υπάγει να επισκεφθής το βασιλόπουλο της Κασμυρίας, το οποίον από πολύν καιρόν ευρίσκεται άρρωστον, απαρατημένον από τους ιατρούς. Του λόγου σου θέλεις διαβάσει επάνωθεν του μίαν προσευχήν, που θέλω σου δώσει, και ευθύς εκείνο θέλει ιατρευθή.