United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλη η μολυβένια εκείνη θλίψη, που βάραινε το σπίτι συντρίφτηκε σαν από ξαφνικό φύσημα ευσπλαγχνικού ανέμου και το παλιοσαράγι, φάνηκε σα να ξανάνιωσε, σα να ξανάγινε καινούργιο, χαρωπό!

Οι εποχές έρχονται και πάνε με πρόσχαρην ή λυπητερή συνοδεία, και με πόδια φτερωμένα ή μολυβένια περνούνε τα χρόνια από μπροστά τους. Έχουν τη νιότη τους και την ανδρική τους ηλικία, είναι παιδιά και γερνούνε. Αυγή είναι πάντα για την Αγία Ελένη, ως ο Veronese την είδε στο παράθυρο. Μέσ' από τον ήσυχον αέρα οι άγγελοι της φέρνουν το σύμβολο του πόνου του Θεού.

Και καθώς τα σμπρώχναμε, για να περάσουμε, 'τινάζουνταν πένθιμα με μολυβένια θλίψη και μ' έν' λυπηρό, λυπηρότατο τρίξιμο απάνω στα κεφάλια μας, στους ώμους μας, απάνω στο σαμάρι, απάνω στα κορμιά των αλόγων που τα κουδούνια τους κρεμασμένα προς τα κάτου έχυναν έναν αχό μελαγχολικό, πολύ σιγαλό, αγάλι' αγάλια και πένθιμο, απάνω κάτω σα νεκρικό σκοπό.

Από τις αθάνατες κορφές του Βελουχιού, που χάνουνταν πέρα μέσα σε μολυβένια σύγνεφα, κατέβαιναν κι έπεφταν στον κάμπο, έσχιζαν τους δρόμους μπλούκια, μπλούκια, οι βλάχοι με τις φαμελιές τους φορτωμένες τα βυζασταρούδια τους, τα ρούχα τους και τις σκάφες τους γυρίζοντας τόρα στα χειμαδιά τους με κατακόκκινα μάγουλα, κι ολόδροση θωριά, καλοθρεμμένοι στα κρύα νερά των βουνών όλο το καλοκαίρι.

Ο Αφρικός έμεινε πολλά ευχαριστημένος εις το να με ιδή πρόθυμον διά να τον βοηθήσω· μα εγώ φοβούμενος με κάποιον τρόπον από αυτόν, άρχισα να λέγω την προσευχήν μυστικώς· Εις αυτό το διάστημα αυτός έβγαλεν από την τζέπην του μίαν απλοχεριάν βόλια, μικρά μολυβένια και δίδοντάς μου τα εις τα χέρια μου είπεν· ενθυμήσου να μη κάμης αλλέως, παρά οπόταν με ιδής κάθε φοράν που να πέσω αναίσθητος, να μου ρίξης επάνωθέν μου ένα από αυτά τα βόλια.

Λοιπόν σα ζύγωσαν οι διο, να χτυπηθούν ζητώντας, τ' Ατρέα ο γιος δεν πέτυχε, τι στραβοπήγε τ' όπλο· κι' ο άλλος στο ζουνάρι εκεί, πιο κάτου απ' τα τσαπράζα, βάρεσε κι' έβαλε όλη του τη δύναμη, κι' ολπίδες 235 απ' το βαρύ είχε χέρι του· μα τ' ολοκεντημένο ζουνάρι δεν του τόσκισε, μον πριν πολύ τ' ασήμι βρήκε μπροστά και στράβωσε σα μολυβένια η μύτη.

Λίγο- λίγο πάλι εκείνη η χρυσή λίμνη έγινε χάλκινη κι' η χάλκινη μολυβένια, τ' αστέρια άρχισαν ν' ανάβουν ένα-ένα στον ουρανό, κ' η Νύχτα αγκάλιασε τον Κόσμο στα κοταμέλανα φτερά της. Τότε ο Φετάνης γυρίζει και λέγει του Λέντζου, που έρχονταν από πίσω τραγουδώντας: — Έλα να καβαλλικέψης εσύ, γιατί μ' άφησ' ο πόνος. Σταμάτησε το μουλάρι, ξεκαβαλλήκεψε, και καβαλλήκεψε ο Λέντζος.