Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Αλλ' εκεί που έβλεπε, της εφάνη ότι δεν ήτο θάλασσα τάχα, αλλά καθρέπτης, ένας ολόλαμπρος γυαλιστερός καθρέπτης, και βλέπουσα εν αυτώ, αντί να ίδη τάχα το πρόσωπόν της, έβλεπε το πρόσωπον του υιού της, εν ωραία ανδρική όψει μειδιώντος και θέλοντος να την ασπασθή. Ω λογισμοί έκφρονες της πολύ αγαπώσης μητρός!
Οι εποχές έρχονται και πάνε με πρόσχαρην ή λυπητερή συνοδεία, και με πόδια φτερωμένα ή μολυβένια περνούνε τα χρόνια από μπροστά τους. Έχουν τη νιότη τους και την ανδρική τους ηλικία, είναι παιδιά και γερνούνε. Αυγή είναι πάντα για την Αγία Ελένη, ως ο Veronese την είδε στο παράθυρο. Μέσ' από τον ήσυχον αέρα οι άγγελοι της φέρνουν το σύμβολο του πόνου του Θεού.
Είπε η θεά, και άμ' έδωκεν εκείνου το μαγνάδι, και πάλιν εις την θάλασσαν, όπ' άφριζ' εβυθίσθη, εις ώφυιας σχήμα• κ' έκρυψεν αυτήν το μαύρο κύμα. κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του• 355
Είπε και άμ' αναχώρησε 'ς το σπίτι του πατρός του. κ' οι δύο κείνοι εχόλιασαν 'ς την ανδρική ψυχή τους, και τους μνηστήραις κάθισαν και απ' τον αγώνα επαύσαν. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος 'ς την μέσην αυτών είπε, 660 θλιμμένος• και όλα εγέμισαν θυμό τα σωθικά του κατάμαυρα, κ' οι οφθαλμοί φλόγα λαμπρήν ωμοιάζαν•
Αυτά 'πα, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή τους. και όλον τον μήνα ακοίμητος Νότος εφύσα ουδ' άλλος 325 απ' τους ανέμους έπνεεν, Εύρος ειμή και Νότος. και όσο είχαν σίτον και κρασί κόκκινο οι σύντροφοι μου, τα βώδια δεν επείραξαν φοβούμενοι τον χάρο• αλλ' όταν όλαις η τροφαίς απ' το καράβι ελείψαν, και απ' την ανάγκη εγύριζαν κυνήγι αναζητώντας, 330 ψάρια, πουλιά, και ό,τ' εύρισκαν, με κύρτ' αγκίστρια πιάναν, η πείνα ως τους βασάνιζε• και τότε μέσα επήγα εις το νησί, να δεηθώ των αθανάτων, ίσως μου δείξη κάποιος των θεών του γυρισμού τον δρόμο. και αφού 'ς τα μέσα του νησιού, μακράν απ' τους συντρόφους, 335 εις μέρος ήλθ' απάνεμον, ενίφθηκα τα χέρια, κ' ευχήθην όλων των θεών των ολυμποκατοίκων• κ' εκείν' ύπνον γλυκύτατον 'ς τα βλέφαρά μου εχύσαν, κ' έκαμν' αρχή γνώμης κακής ο Ευρύλοχος 'ς τους άλλους• «'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι• 340 όλ' είναι οι θάνατοι πικροί των άμοιρων ανθρώπων, αλλ' ο πολύ φρικτότερος, της πείνας ν' αποθάνης• του Ηλίου ταις καλήτεραις ας σύρουμ' αγελάδαις, προς τους θεούς να σφάξουμε τους ουρανοκατοίκους. και αν 'ς την Ιθάκη φθάσουμε, την ποθητήν πατρίδα, 345 του Ηλίου του Υπερίονα κτίζουμ' ευθύς ωραίον ναόν, και μέσ' ατίμητα πολλά κρεμάμε δώρα. αλλ' αν για βώδια ορθόκερα χολιάση και θελήση το πλοίο να συντρίψη αυτός, κ' οι άλλοι θεοί το στέργουν, κάλλιο 'ς το κύμα χάσκοντας με μια να ξεψυχήσω, 350 παρά να τήκωμαι καιρούς εις ένα ερημονήσι».
Αυτά 'πε και όλοι ωρκίσθηκαν όπως αυτός ζητούσε. και άμα τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, είπ' ο ιερός Τηλέμαχος• «Αν ν' αποκρούσης κείνον, 60 ω ξένε, σπρώχνει σε η καρδιά κ' η ανδρική ψυχή σου, από τους άλλους Αχαιούς κανέναν μη φοβήσαι, τι θα παλαίση με πολλούς όποιος εσέ κτυπήση. ξένος μου είσαι• οι βασιλείς 'ς την γνώμη μου συντρέχουν, ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, άνδρες και οι δυο με γνώσιν. 65
Αλλ' εκεί όπου μάλλον αμιλλάται η ανδρική φιλαρέσκεια προς την γυναικείαν είνε η βαφή της κόμης.
ΦΕΡΗΣ Ε, τι να γίνη! είναι γλυκό το φως που ο θεός μας δίνει. ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν έχεις ανδρική καρδιά στα στήθη σου, δεν έχεις. ΦΕΡΗΣ Δεν χαίρεσαι, γιατί νεκρόν τον γέρο δεν κηδεύεις. ΑΔΜΗΤΟΣ Μα θα πεθάνης άδοξος, σαν θάρθη η σειρά σου. ΦΕΡΗΣ Όταν πεθάνω, λέγε μου ό,τι θέλεις. Δεν θακούω. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο, τι αδιάντροπα είναι τα γηρατειά! ΦΕΡΗΣ Αυτή δεν ήταν αναιδής· κουτή μονάχα ευρήκες.
Λοιπόν ποίον τέλος πάντων σχήμα ή μελωδίαν πρέπει να θεωρούμεν καλόν; Λόγου χάριν, όταν μία ανδρική ψυχή κατέχεται από κόπωσιν και πάλιν μία δειλή όταν ευρίσκεται εις τα ίδια και ίσα πάθη, άραγε όμοια τα σχήματά των και αι φωναί των συμβαίνει να γίνωνται; Πως είναι δυνατόν, αφού ούτε τα χρώματά των δεν είναι όμοια; Πολύ καλά, φίλε μου.
Αυτά 'πε, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή μου, κ' εκίνησα προς το γοργό καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι, και αυτού 'ς το πλοίον εύρηκα τους ποθητούς συντρόφους, 'που ήσαν απαρηγόρητοι και άπαυτα δάκρυα χύναν. και ωσάν οι μόσχ' οι μανδριστοί, την ώρα οπού γυρίζουν 410 απ' το γρασίδ' εις την αυλή χορτάταις η αγελάδαις, όλοι μαζή ταις προϋπαντούν πηδώντας, ώστε η μάνδραις δεν τους κρατούν, και ολόγυρα εις ταις μητέραις τρέχουν μουγκρίζοντας• όμοια και αυτοί, ως μ' είδαν έμπροσθέν τους, εχύθηκαν δακρύζοντας• κ' εφάν' εις την καρδιά τους 415 εις την πατρίδα ως να 'φθασαν, 'ς την πετρωτήν Ιθάκη, 'ς την γην όπου εγεννήθηκαν, 'ς την γην 'που ανατραφήκαν, και κλαίοντας μου ωμίλησαν• «για την επιστροφή σου, διόθρεφτ', εχαρήκαμεν, όσ' ήθελε χαρούμε εις την Ιθάκη αν φθάναμε, 'ς την ποθητήν πατρίδα. 420 πλην τώρα ειπέ μας την φθορά των άλλων των συντρόφων».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν