United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον άνδρα, μούσα, λέγε μου, πολύτροπον, 'που εις μέρη πολλά επλανήθη, αφού έρριξε την ιερήν Τρωάδα• και ανθρώπων είδε αυτός πολλών ταις χώραις και την γνώμην έμαθε, καιτα πέλαγα πολλά 'παθε ζητώντας με τους συντρόφους άβλαπτος να φθάσητην πατρίδα. 5 αλλ' όμως δεν κατώρθωσε να σώση τους συντρόφους• ότι εχαθήκαν μόνοι τους απ' τ' ανομήματά τους• μωροί, 'που τ' Υπερίονα Ήλιου τα βώδια 'φάγαν, κ' εκείνος της επιστροφής τους πήρε την ημέρα. τούτα ειπέ κάπουθε κ' εμάς, θεά, κόρη του Δία. 10

της Θρινακίας το νησί θα φθάσης, όπου βόσκουν βώδια του Ηλίου πάμπολλα και σαρκωμέν' αρνία• βωδιών επτά κοπαίς, αρνιών επτά, κ' έχει πενήντα κάθε κοπή• και δεν γεννούν, αλλ' ούτε ολιγοστεύουν• 130 δυο νύμφαις καλοπλέξουδαις επιστατούν εκείνα, Φαέθουσα και Λαμπετιά, και θυγατέραις είναι του Ηλίου του Υπερίονα και της καλής Νεαίρας. ταις γέννησε και ανάστησεν η σεβαστή μητέρα, και εις το νησί ταις έβαλε να ζουν της Θρινακίας, 135 τα πατρικά τους πρόβατα και βώδια να φυλάγουν. και αν δεν τα εγγίζης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου, τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη• αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι και εις τους συντρόφους• και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης 140 αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος».

Αυτά 'πα, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή τους. και όλον τον μήνα ακοίμητος Νότος εφύσα ουδ' άλλος 325 απ' τους ανέμους έπνεεν, Εύρος ειμή και Νότος. και όσο είχαν σίτον και κρασί κόκκινο οι σύντροφοι μου, τα βώδια δεν επείραξαν φοβούμενοι τον χάρο• αλλ' όταν όλαις η τροφαίς απ' το καράβι ελείψαν, και απ' την ανάγκη εγύριζαν κυνήγι αναζητώντας, 330 ψάρια, πουλιά, και ό,τ' εύρισκαν, με κύρτ' αγκίστρια πιάναν, η πείνα ως τους βασάνιζε• και τότε μέσα επήγα εις το νησί, να δεηθώ των αθανάτων, ίσως μου δείξη κάποιος των θεών του γυρισμού τον δρόμο. και αφούτα μέσα του νησιού, μακράν απ' τους συντρόφους, 335 εις μέρος ήλθ' απάνεμον, ενίφθηκα τα χέρια, κ' ευχήθην όλων των θεών των ολυμποκατοίκων• κ' εκείν' ύπνον γλυκύτατοντα βλέφαρά μου εχύσαν, κ' έκαμν' αρχή γνώμης κακής ο Ευρύλοχοςτους άλλους• «'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι• 340 όλ' είναι οι θάνατοι πικροί των άμοιρων ανθρώπων, αλλ' ο πολύ φρικτότερος, της πείνας ν' αποθάνης• του Ηλίου ταις καλήτεραις ας σύρουμ' αγελάδαις, προς τους θεούς να σφάξουμε τους ουρανοκατοίκους. και αντην Ιθάκη φθάσουμε, την ποθητήν πατρίδα, 345 του Ηλίου του Υπερίονα κτίζουμ' ευθύς ωραίον ναόν, και μέσ' ατίμητα πολλά κρεμάμε δώρα. αλλ' αν για βώδια ορθόκερα χολιάση και θελήση το πλοίο να συντρίψη αυτός, κ' οι άλλοι θεοί το στέργουν, κάλλιοτο κύμα χάσκοντας με μια να ξεψυχήσω, 350 παρά να τήκωμαι καιρούς εις ένα ερημονήσι».