United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο αρχαία εικών και μεγάλη η Παναγία η Λημνιά με το μεγάλο πρόσωπο και τα μεγάλα μάτια, την οποίαν είχον φέρει εις την νήσον ως εφέστιον αυτών λατρείαν εκ της μεγάλης Λήμνου αποικήσαντες ποτέ λήμνιοι εις την μικράν νήσον. Τρία μεγάλα πιθάρια είχαν χωμένα οι επίτροποι ως τον λαιμόν εις το υπόγειον διά το προσφερόμενον λάδι της Παναγίας της Λημνιάς, της οποίας η κανδήλα ήτον ακοίμητος.

Βασίλεψ' ο ήλιος τουρανού, βασίλεψε κι ο δικός μου ήλιος. Γλυκοφέγγουν ως τόσο απομέσα τα σπίτια. Αχτινοβολούν ταμίλητα ταστέρια. Μουρμουρίζουν ταμπελοβάθρακα, και το νερό της βρύσης, ακοίμητος μάρτυρας της αιώνιας αγάπης που ζωντανεύει τον κόσμο, κατρακυλάει και πάει σαν τις ώρες ευτυχισμένης ζωής. Η ζωή μου εμένα θάχη ώρες δύσεχτες και βαριές.

Το μέλλον ήτο δι' αυτόν σκώληξ ακοίμητος. Τι αν εύρε μίαν φιλικήν στέγην ν' αναπαυθή επ' ολίγον; Όλα δι' αυτόν εχάθησαν διά παντός: Η υπόληψις, η αποκτηθείσα μετά πολυετή έντιμον βίον, το καλόν όνομα, το ήσυχον παρελθόν, η γαλήνη και αυτή η μέλλουσα ζωή! — Τίποτε, τίποτε, δεν μ' άφησαν! έλεγε συχνά.

Πέτρινες στοές δίχως τέλος και δίχως ταίρι μας ισκιώνουν και μας προφυλάγουν από το φοβερό το λιοπύρι· οι πιώτεροι δρόμοι μ' επίτηδες μέρος για να περνούν τ' αμάξια και τάλογα, σύστημα ασυνήθιστο στις ελληνικές πολιτείες· αρίθμητα δημόσια χτίρια· ο λαός πάντα πανηγυρικός, πάντα περίχαρος, πάντα στο ποδάρι κι ακοίμητος.

Πόσαις φοραίς ακουμπιστός απάνω 'στο τουφέκι, ωσάν ακοίμητος φρουρός πολεμικής ειρήνης, πότε 'μπροστά μου έβλεπα τον Πόλεμο να στέκη, και άλλοτε τον Έρωτα με πρόσωπο γαλήνης. Ωνειρευόμουν αίματα, ωνειρευόμουν γάμους, κρεββάτια μες' στης λαγκαδιαίς και νυμφικούς θαλάμους.

Αιωνία σιγή βασιλεύει υπ' αυτήν, και λευκός λίθινος σταυρός, προ του οποίου καίει ακοίμητος λύχνος, μαρτυρεί την ιερότητα του τόπου. Εκεί κείται τεθαμμένος ο πολύκλαυστος αδελφός μου. Εκεί διηύθυνα δακρυρροών τα βήματά μου. Τα λαμπρότερα ρόδα, τα εκλεκτότερα άνθη κοσμούσι το αναπαυτήριον αυτού. Ο κήπος ημών ήτο πολύ ατημέλητος άλλοτε.

'Ψηλάτο Νεραϊδόρρεμμα, που από το βράχο απάνου Πέφτει αφρισμένο το νερό και σκούζει και βογγάει Και φκιάνει λίμνη και γιαλό, και θεριωμένο εκείθε Πηδάει ταις πέτραις σαν στοιχειό και χάνεται 'ςτά πεύκα, Εκεί ο Γιαννούλας φύλαγε μια νύχτα με φεγγάρι, Να 'ρθούν τα 'λάφιατο νερό να λαφοκυνηγήση. 'Σ τον ουρανό μεσάνυχτα δείχνει ο Σταυρός κ' η Πούλια. Φυλάει αυτός ακοίμητος.

Όχι δα και πως τη μάδησε την ψυχή του η φτώχεια, που μάλαμα έπιανε και κάρβουνο γινότανε. Από τέτοιους πόνους η ψυχή του δεν έπαιρνε. Τον κρυφότρωγε όμως πάντα της πατρίδας ο ακοίμητος ο καημός, και σαν είδε κι απόειδε πως ελπίδα πια δεν του απόμεινε, σαν άρχισε κ' έννοιωθε στα γέρικα στήθια του την ανατριχίλα του χάρου, τόκαμε απόφαση και τράβηξε κατά τα παιδιακήσια λημέρια του.

Τον δυστυχή! υπέλαβον μετά τινας στιγμάς, καθ' ας η ανάμνησις της προσφάτου καταστροφής κατέπνιξεν αμέσως την στιγμιαίαν μου αγανάκτησιν. Τον κατέστρεψεν ο ακοίμητος εκείνος πόθος του χρηματισμού, οποίος έβοσκεν άγριος εις τα στήθη του.

Κάτω εις την πρώραν, εις την αίθουσαν των ναυτών, εκεί προ των εικονισμάτων του πληρώματος, οπού έκαιεν η ακοίμητος του πληρώματος της σκούνας κανδήλα, επάνω εις ένα τραπεζάκι εύμορφα ευτρεπισμένον, ένα πιάτο με κόλλυβα είχε τοποθετηθή με πολλήν στοργήν παρεσκευασμένον. Ήσαν κόλλυβα με χάριν και τρυφερότητα πολλήν στολισμένα.