United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η βους αύτη δεν ετάφη· εσώζετο ακόμη εις τας ημέρας μου εις την Σάιν κειμένη εις δωμάτιον πλουσίως κεκοσμημένον εντός της βασιλικής κατοικίας· πλησίον αυτής εκαίοντο καθ' ημέραν παντός είδους αρώματα, καθ' όλην δε την νύκτα ήτο αναμμένος λύχνος διαρκώς. Ου μακράν της βοός ταύτης, εις άλλο δωμάτιον, είναι εκτεθειμέναι αι εικόνες των παλλακίδων του Μυκερίνου, ως με είπον οι ιερείς της Σάιος.

Όταν λοιπόν, ω άνδρες, ο μεν λύχνος εσβέσθη, οι δε δούλοι απεσύρθησαν, έκρινα ότι έπρεπε ν' αφήσω τας περιστροφάς και να του ειπώ ελευθέρως ό,τι εσκεπτόμην και κινήσας αυτόν, — Σωκράτη, κοιμάσαι; ερώτησα. — Όχι δα ακόμη, μου απήντησε. — Ηξεύρεις λοιπόν τι ιδέαν έχω; — Πώς να το γνωρίζω; είπε.

Κ' εκεί ο λύχνος έσβυσε, κ' εμείναμεντο σκότος . ΛΗΡ Είσαι η κόρη μου; ΓΟΝΕΡ. Aρκεί! θέλω να κάμνης χρήσιν του λογικού, που βέβαια διόλου δεν σου λείπει, κι' αυτούς τους θυμούς οπού σε κάμνουν τώρα να γίνεσάλλος άνθρωπος παρά το φυσικόν σου. ΓΕΛΩΤ. Μήπως το γαϊδούρι δεν βλέπει πότε το αμάξι σέρνει το άλογο; Εμπρός! Τράβα να μου ζήσεις.

Λύχνος έφεγγεν επί τινος εστίας, και υπεράνω αυτής έκειντο δυσδιάκριτα τινα αντικείμενα. Ήσαν ταύτα αγαλμάτια. Περαιτέρω εφαίνοντο όρθια μεγάλα αγάλματα θεών. Η Αϊμά αφήκε κραυγήν. Είχεν εκλάβει εκ πρώτης όψεως ταύτα ως ανθρώπους ζώντας. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος τη είπε·Δεν είνε τίποτε. Μη φοβείσαι. Η Αϊμά εμάντευσε πού ευρίσκοντο. Εψιθύρισε δε κεκομμένη τη φωνή·Διατί μ' έφερες εδώ;

Ο λύχνος έπεσεν από των χειρών της χαμαί μετά πατάγου φοβερού, ωσεί κόσμος ολόκληρος κατεκρημνίζετο κύκλω της, σκότος βαθύ την περιέβαλε, και τόσον μόνον ησθάνθη, ότι κατεκυλίετο από ύψους εις βάθος . . . . . .

Πλην της αναμνήσεως, ήτις έλαμπεν ως λύχνος ανημμένος εν τη συνειδήσει, υπήρχον και άλλαι ενδόμυχοι νύξεις, υπήρχε φωνή τις ήτις εψιθύριζε λίαν ηρέμα, ώστε να μη ανατέλλη μηδεμία κακή εντύπωσις επί του προσώπου της κόρης, αλλ' αρκούντως μεγαλοφώνως ώστε ν' ακούηται υπό της καρδίας αυτής, υπήρχε φωνή ψελλίζουσα ότι δεν ήτο η Αϊμά γνησία κόρη της οικογενείας εκείνης.

Σκύψε με τρόπον, ώστε το πρόσωπόν σου να μη φράττη την οπήν. Στάσου δύο σπιθαμάς μακράν της θύρας. Αντίκρυσε το πρόσωπόν σου εις το κλείθρον. Η άγνωστος εξετέλεσε τας οδηγίας ταύτας της Βεάτης. Αλλ' αύτη σχεδόν δεν διέκρινε την μορφήν της. — Ο λύχνος σου είνε κινητός; ηρώτησεν η Βεάτη. — Κινητός. — Λάβε τον εις την χείρα και έλα να ιδώ το πρόσωπόν σου. Η ξένη υπήκουσε και εις τούτο.

Η θύρα του σταύλου έτριξε και ηνοίχθη, και εις το άνοιγμα της είδα Τούρκου μορφήν φοβεράν. Εκράτει ξίφος γυμνόν εις την μίαν χείρα, εις δε την άλλην ράβδον, και από της άκρας της ράβδου εκρέματο λύχνος, το δε φως του λύχνου εφώτιζε του Τούρκου το πρόσωπον, και όπισθεν των ώμων του άλλαι Τούρκων κεφαλαί έρριπτον περίεργα εντός του σκότους βλέμματα.

Αναγκαίως λοιπόν το εσωτερικόν του όμματος πρέπει να είναι διαφανές και ικανόν να δέχηται το φως . Τούτο δε μαρτυρούσι και τα γεγονότα. Τινές δηλαδή κτυπηθέντες κατά τον κρόταφον εν τω πολέμω τόσον, ώστε να αποκοπώσιν οι πόροι του όμματος, ενόμισαν ότι έγινε σκότος, ως όταν λύχνος σβύνεται, διότι απεκόπη το διαφανές, ήτοι η λεγομένη κόρη , ως τις λαμπτήρ.

Κ' εγώ, ετούτο, δείχνονταςαυτήν, το φόρεμά μου, εύρισκα πρόφασιν να ειπώ• για ιδές, νοικοκυρά μου, πολύ το παραξήλωσες! ΘΕΡΑΠΩΝ Αυτός ο λύχνος σβύνει• δεν έχει λάδι. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Γιατί αυτόν που τόσο λάδι πίνει να πας, μωρέ, ν' ανάψης; Έλα κοντά να κλάψης! ΘΕΡΑΠΩΝ Γιατί λοιπόν; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Γιατί παχύ φυτίλι έχεις βάλει!