Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Εφοβείτο να βαδίση εν τω σκότει, και θάρρους εστερείτο παντελώς. Σπινθήρ τις μόνον έφεγγεν εις το βάθος της συνειδήσεως αυτής, αλλ' ούτος μηδέν εξαρκών να φωτίση, καθίστα το σκότος πυκνότερον έτι εις το βάθος της ψυχής της. Η Αϊμά εν πρώτοις ησθάνετο ελέγχους συνειδήσεως μαστίζοντας αυτήν.
Αφού εκείνος απεκοιμήθη, έλαβα την ράβδον και τον πίλον μου και εξήλθον κράξας προς αυτόν να κλείση, αν ήθελε, την θύραν εκείνος, επειδή «ελαγοκοιμάτο» πολύ ελαφρά, μου απήντησε δι' ηρέμου γογγυσμού, μέσα εις τον ύπνον του. Κατέβην ακόμη χαμηλότερα το βουνόν. Η σελήνη εμεσουράνει ήδη, κ' έφεγγεν εις όλην την κλιτύν. Εις τας ποιμενικάς επαύλεις οι πετεινοί είχον λαλήσει.
Έφεγγεν ο αγύριστος όγκος του ολοστρόγγυλος, γυαλιστερός, ξανθοπράσινος σαν καπνισμένο κρύσταλλο και στα στέρνα του μέσα έμβολο χοντροπελέκητο, μαυριδερό ανέβαινε το νερό βιαστικά κόσμους να πλημμυρίση στα επουράνια. — Βάρα! προστάζει ο καπετάνιος. Ο ναύκληρος γοργός αδειάζει απάνω του το τρομπόνι. Παλιόκαρφα, μολύβια, στουπιά όλα εχώνεψαν στα πλευρά του.
Εκράτει και εκρότει διά των χειρών της τα χρυσά φλωρία, ων η χρυσή λάμψις από το φως του λυχναρίου απαστράψασα αντανακλάτο επί του ωχρού προσώπου της ως διά χρυσών ακτίνων και χρυσής αίγλης, περιβάλλουσα όλην εκείνην την σεμνήν της παρθένου μορφήν, ήτις έφεγγεν εν μέσω του σκοτεινού κατωγείου ως μορφή μάρτυρος στεφανηφορούσα.
Αφού έφθασεν εις την κορυφήν του λόφου, κατήλθε πάλιν εις το ρεύμα, εις την υπώρειαν του βουνού με τας πολυσχιδείς πλευράς, το οποίον εκαλείτο η Βίγλες. Τις οίδε ποίοι παλαιοί κλέφταις εφύλαγαν άγρυπνοι καραούλια εκεί, και εντεύθεν είχε λάβη το όνομα. Έφθασεν εις την μικράν βρύσιν, εις την ρίζαν του βουνού. Έφεγγεν ήδη. Έπιε νερόν, εδροσίσθη, κ' ευθύς έφυγεν.
Αίφνης ηκούσθη ηδεία μουσική εκ της θαλάσσης, και πάντες εσπεύσαμεν προς την πλευράν του πλοίου, όθεν ήρχοντο οι ήχοι της. Μεγάλη Νεαπολίτις λέμβος έφερεν ένα των συνήθων μουσικών ομίλων, των επαιτούντων περί τα καταπλέοντα πλοία. Επί του χαμηλού μεσαίου ιστού της ευρίσκετο, ανάσκελα προσδεδεμένον, πλατύγυρον αλεξίβροχον, εντός του οποίου έφεγγεν ευμεγέθης φανός.
Η σελήνη θα μας έφεγγεν ακριβώς έως να φθάσωμεν εις το τέρμα.
Λύχνος έφεγγεν επί τινος εστίας, και υπεράνω αυτής έκειντο δυσδιάκριτα τινα αντικείμενα. Ήσαν ταύτα αγαλμάτια. Περαιτέρω εφαίνοντο όρθια μεγάλα αγάλματα θεών. Η Αϊμά αφήκε κραυγήν. Είχεν εκλάβει εκ πρώτης όψεως ταύτα ως ανθρώπους ζώντας. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος τη είπε· — Δεν είνε τίποτε. Μη φοβείσαι. Η Αϊμά εμάντευσε πού ευρίσκοντο. Εψιθύρισε δε κεκομμένη τη φωνή· — Διατί μ' έφερες εδώ;
Μαύρη επλανάτο επάνωθέν των η νυξ και πλέον μαύροι παρετάσσοντο των γηραιών δρυών οι ακίνητοι όγκοι, άνωθεν των οποίων εσύριζεν ως όφις παρερχόμενος ο πρωινός άνεμος. Η σελήνη είχε δύσει πρό τινων στιγμών και μόνον ως φλοξ ερυθρά καιομένης ασβεστοκαμίνου μακρόθεν έφεγγεν όπισθεν του Προμηρίου της Θετταλομαγνησίας ο αιμόχρους κύκλος της.
Εκάθισεν η μικρά κόρη· από υψηλά η κανδήλα εμπρός από το εικόνισμα έφεγγεν εις όλον το δωματίων, αλλ' ο εργαλειός τώρα ήτον δυσκολοκίνητος· κάτι τον εμπόδιζε, δεν θα τον είχαν καλά στερεώσει! Εβγήκεν η Φρόσω και προσπαθούσε να εύρη τι έπταιεν, αλλά έπεσε κάτω ένα πράγμα και έλαμψεν εις το φως της κανδήλας! Κυττάζει, ήτον μία λίρα, ένα χρυσό εικοσάφραγκο!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν