United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέγεται δε ότι ενώ έμελλε να συλληφθή εν τη οδώ, άμα είδε το πρόσωπον ενός εκ των προσερχομένων εφόρων, εμάντευσε την αιτίαν της ελεύσεώς των, και ότι εις έν νεύμα αδιόρατον, όπερ μετεχειρίσθη είς άλλος, νεύσας ένεκα ευμενείας, έδραμε και κατέφυγεν εις το ιερόν της Χαλκιοίκου· ήτο δε πλησίον το τέμενος.

Και να παραλλάξη ο δούλος μου κάπως τα λόγια ποτέ του βέβαια, βασιλιά, δεν θα τολμήση να φανερώση φυσικά πως του Λαΐου εσύ τον φόνον έκαμες μια κι ο Λοξίας εμάντευσε πως θα χαθή από το παιδί του. Αν και ποτέ δεν έκαμε το κρίμα εκείνος, αφού πολύ πρωτύτερά του, λες, είναι χαμένος.

Αφ' ότου η Μάρω επήγεν εις την καλύβαν της αναζητούσα τον Γιάννο, ευθύς η Κυρά Καλή εμάντευσε τους σκοπούς της αδελφής της. Και τόρα όταν είδε τα παιδία κινδυνεύοντα εις την λίμνην, έρμαιον ασπλάγχνου μητρός, έσπευσε να τα σώση και τα σφίγγει ήδη εις την αγκάλην της, ως όρνις υπό τας πτέρυγάς της τους νεοσσούς. — Κακόμοιρα παιδιά μου! κακόμοιρα παιδιά μου! έλεγε κλαίουσα μαζί των.

Το εμάντευσε και από το βλέμμα το οποίον της έρριψεν ο πατήρ του Μανώλη όταν είπε προς τον πατέρα της ότι ήθελε να του ομιλήση. Ο Μανώλης δεν εμάντευε τίποτε· τόσον ήτο μάλιστα παραζαλισμένος, ώστε καλά καλά δεν έβλεπε. Και με τόσην ορμήν εσκόνταψεν εις μίαν πέτραν, ώστε ηναγκάσθη να κάμη διάφορα άλματα, ανάρμοστα εις την σοβαρότητα της στιγμής, διά ν' ανακτήση την ισορροπίαν.

Ο θάνατος τον οποίον του είχεν προείπη αν εφηρμόζετο είς τινα άλλον, θα εματαίωνεν αρά γε τον ιδικόν του; Αν ο Ιωάννης ήτο πράγματι ο Ηλίας, θα ηδύνατο να διαφύγη· αν δεν εγένετο φόνος δεν είχεν το πράγμα και πολλήν σημασίαν. Ο Μαναή ήτο εις το πλευρόν του και εμάντευσε τας σκέψεις του. Ο Βιτέλλιος τον εκάλεσε διά να του εμπιστευθή μερικάς διαταγάς προς την φρουράν, η οποία εφύλασσε την τάφρον.

Εκείνην την φοράν, ο παππα-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν, εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του είπε μυστηριωδώς·Θάχης μουσαφιρλίκια, θαρρώ. — Τι τρέχει παππά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλης, όστις εμάντευσε πάραυτα. — Θα σου έλθη τ' ασκέρι . . . Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα . . .

Ο λαός εμάντευσε τι έμελλε να επακολουθήση και τους εχαιρέτισε διά κραυγών ευχαριστήσεως. Οι Νουμήδαι επλησίασαν εις τον γύρον της κονίστρας και ήρχισαν να κατατοξεύωσι τα θηρία. Ήτο πράγματι θέαμα νέον. Τα εβενώδη σώματα με τα ευλύγιστα μέλη έκλινον προς τα οπίσω και τα βέλη έπιπτον ως βροχή επί των θηρίων.

Αντί λοιπόν να ερευνώσι τα μυστήρια του χριστιανικού ουρανού, κατεγίνοντο ως φρόνιμοι άνθρωποι να απλώσωσι την βασιλείαν του εφ' όλην την γην, εν ονόματι αυτού εισπράττοντες φόρους παρά πάντων των εθνών. Η δε Ιωάννα, αγχίνους ούσα και ευτράπελος γυνή, ταχέως εμάντευσε των μαθητών της τας ορέξεις.

Η πονηρά Πυθία εμάντευσε την θέσιν των πραγμάτων, ευθύς ως είδε το σκυθρωπόν πρόσωπόν μου· και περισυναγαγούσα τους κυάμους και τα κοσκινά της εν σπουδή παρυπεξήλθε διά της ετέρας του κήπου θύρας, ως β ρ ε μ μ έ ν η γ ά τ α. Αναμφιβόλως έσχε την προβλεπτικότητα να προπληρωθή.

Μάτην η πολύ αυτού θετικωτέρα αδελφή του Ελένη, ήτις εμάντευσε τα συμβαίνοντα, απεπειράθη να τον φωτίση διά πλαγίων υπαινιγμών περί της γνωστήςως έλεγενερωτοτροπίας της νέας ποιητικής του φλογός, και της έτι γνωστοτέρας πληθύος των λατρευτών της.