United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο τόσον κατακουρασμένος ώστε αν και του εφαίνετο δυσάρεστος εκείνη η συνάντησις, κατά βάθος όμως την επεθύμει και ηκολούθησε τον βλάχον εις την καλύβαν προθύμως. — Μπήλιω!. . . ε, Μπήλιω! εφώναξεν ο Νάσος περιχαρής, μόλις επλησίασαν. — Έι- ου!. . . — Ο παπούς, έβγα, να διής τον παπού!. . .

Επειδή δε οι περί τον Ξύδην και Καλύβαν ανταποκριθέντες με τους κατοίκους των Κραβάρων και τον τότε αρχηγόν των όπλων αυτών Μακρυγιάννην , επληροφορήθησαν ότι δεν ήσαν ούτοι πρόθυμοι να κινηθώσι κατά των Τούρκων, ειδοποίησαν αμέσως τον Καραϊσκάκην και εζήτησαν και άλλην βοήθειαν διά να βιάσωσι τρόπον τινά τους κατοίκους, αν θελήσωσι να υπερασπισθώσι τους εχθρούς.

Ενώ ταύτα εσκέπτετο και σήμερον, ως πάντοτε η Γαλανή παρά την καλύβαν της καθημένη, ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον καθαρόν ουρανόν. Εκατέβασεν αυτούς εις τα πέριξ καταπράσινα τοπία, τους προσήλωσεν επ' ολίγον εις την απέναντι ράχην, όπου ήσαν τα κατσικάκια της κ' έπειτα στραφείσα προς την μικράν ανεψιάν της: — Κάτσε κατά 'ης, Ασήμω της είπε με βραχνήν κ' επιβάλλουσαν φωνήν.

Αφ' ότου η Μάρω επήγεν εις την καλύβαν της αναζητούσα τον Γιάννο, ευθύς η Κυρά Καλή εμάντευσε τους σκοπούς της αδελφής της. Και τόρα όταν είδε τα παιδία κινδυνεύοντα εις την λίμνην, έρμαιον ασπλάγχνου μητρός, έσπευσε να τα σώση και τα σφίγγει ήδη εις την αγκάλην της, ως όρνις υπό τας πτέρυγάς της τους νεοσσούς. — Κακόμοιρα παιδιά μου! κακόμοιρα παιδιά μου! έλεγε κλαίουσα μαζί των.

Δεν εδυσκολεύθη διόλου η Φωτεινή εις όσα είχε να κάμνει καθ' ημέραν εις του παππού· από πολύ μικρά χαράν της εύρισκε να βοηθά την μητέρα της, όσον ημπορούσεν, ώστε τώρα ήξευρε να κάμνει πολλά πράγματα. Ο παππούς με απορίαν του έβλεπε πόσον προσεκτικά καμωμένη ήτο πάντοτε η σούπα του, πόσον καλός ο καφές του. Εκαμάρωνε και την καλύβαν του τακτικά πάντοτε και καθαρά συγυρισμένην.

Εις τα Μπακογιαννέικα όλοι, γυναίκες, άνδρες, παιδιά εν ομίλω, με τας λαμπάδας των ανημμένας, είχον ανέλθει εις την κορυφήν του λόφου των και παρεστάθησαν εις την τελετήν της Αναστάσεως. Έπειτα ετράπησαν εις τας καλύβας των ίνα φάγη έκαστος με την οικογένειάν του τον τζορβάν. — Παπού, ε, παπού! πάμε να φάμε· εφώναξεν ο Νάσος εις τον Δημήτρην, κατευθυνόμενος εις την καλύβαν του.

Όταν προ ολίγων μηνών απέθανεν ο συχωρεμένος ο γέρω-Γκόρας, δεν της αφήκεν ειμή την αχυρίνην καλύβαν του εις μίαν ράχην του Άι-Γιώργη, δύο καρδάρες, δέκα χονδρά κουδούνια, δύο τσαντίλες, τρεις αγκλίτσες καλές από ξύλον αγριαπιδιάς και δέκα κατσίκας εγκύους.

Η φύσις των βλάχων, η αφελής και απλοϊκή, είνε τοιαύτη ώστε να δεχωνται και τα αισθήματα κατά διαδοχήν, όπως την καλύβαν και τα πρόβατα· η φιλία είνε πατροπαράδοτος εις αυτούς· εισχωρεί εις τα στήθη των ανεπαισθήτως, όπως ο δεσμός της συγγενείας. Ο γέρω Βαγγέλης ούτε εις την κόρην, ούτε εις τον γαμβρόν του είχεν εκμυστηρευθή την ευεργεσίαν την οποίαν ο Δημήτρης του είχε κάμει.

Ότε δε ηθέλησε να καταφύγη εις την καλύβαν της, εύρεν αυτήν αδύνατον να κρατήση τον φοβερόν εκείνον όμβρον.

Και δεν εστάθη κανένας τόπος ή χώρα, ή βουνόν που να μη την γυρέψουν εις διάστημα οκτώ ημερών μα έχασαν άκαιρα τους κόπους τους. Τέλος πάντων μη ηξεύροντας πλέον πού να την ζητήσουν, ο γέρων με πολλά λόγια γλυκά και παρηγορητικά επαρακινούσε την Κατηγιέ διά να την φέρη εις τον τόπον του και σταθή με αυτόν, με το να μην ήτον πρέπον να σταθή πλέον εις την καλύβαν μοναχή της.