United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δηλαδή σχεδόν από όλον τον Ελληνισμόν η ειλωτεία των Λακεδαιμονίων ημπορεί να γεννήση την μεγαλιτέραν απορίαν και φιλονικίαν, εις άλλους μεν ότι είναι καμωμένη καλώς, εις άλλους δε κακώς. Μικροτέραν όμως φιλονικίαν προξενεί η υπό των Ηρακλεωτών υποδούλωσις των Μαριανδυνών, επίσης δε και οι Πενέσται της Θεσσαλίας.

Ο βασιλεύς έκαμε διά να περάσωμεν από έμπροσθέν του από μίαν φοράν, και οπόταν επέρασα εγώ από έμπροσθέν του, τον βλέπεις και κατεβαίνει από τον θρόνον του, και πλησιάζει προς εμένα και με θαυμασμόν λέγει· τι ωραιότης είνε εις ετούτην την σκλάβα; τι εύμορφα καμωμένη και νόστιμη; τι στόμα; τι μάτια; τι μορφή είνε ετούτη; αχ φίλε μου, γυρίζει προς τον πραγματευτήν και του λέγει· από όσες σκλάβες μου επούλησες αφού και σε γνωρίζω, παρόμοιαν ωσάν ετούτην δεν είδα· ζήτησε το τι θέλεις δι' αυτήν μόνην, επειδή και αυτή μόνη αξίζει διά χίλιες.

Η ελαστική συμμετρία η ολίγον λεπτοφυής του κορμιού του ήτο καμωμένη κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να προβλέπη τις την δράσιν και την αποφασιστικότητα, της οποίας δείγματα έδωσεν εις την γέφυραν των στεναγμών.

ΑΝΝΟΥΛΑ Δεν ξέρεις, γιαγιά μου, πως δεν αγαπώ τον ύπνο : Εγώ δεν είμαι καμωμένη για να κοιμάμαι πολύ. Έπαψα να είμαι κακιωμένη μαζί σας, πατέρα μου. Κι ας μου κάματε τόσο κακό... ΦΙΝΤΗΣ Το μάλωμα δεν είναι κακό. Είναι μάθημα, Πρόσεξε άλλη φορά. ΑΝΝΟΥΛΑ Δε μιλώ καλέ για το μάλωμα. Το κακό που μου κάματε είναι άλλο.

Τους έδωκε γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα της κοινής χρήσεως, μια γλώσσα γεμάτη από λαμπρόηχη μουσική και γλυκό ρυθμό, καμωμένη μεγαλόπρεπη με μια σοβαρή καντέντσα, ή απαλή με μια φανταστική ρίμα, στολισμένη με τα πετράδια θαυμαστών λέξεων και πλουτισμένη με μιαν υψηλήν έκφραση.

Αυτό το έλεγε πείραγμα του μπαμπά και λίγα πράματα ήξερε που να τον διασκεδάζαν τόσο. Μου φαίνεται πως τους βλέπω ακόμα εμπρός μου και τους δυο να περπατούν απάνω κάτω στο μακρύ δρόμο με τα γυμνά δένδρα το χειμώνα, όταν ο Σβεν φορούσε τη μικρή του γούνα, που είταν καμωμένη από μια παλιά της μαμάς και την καμάρωνε τόσο.

Κι' αυτό φθάνει Με τον καιρό θα μ' αγαπήσης. Τι νάκανα λοιπόν; Μα τώρα πούχω χρήματα. Ω! τώρα, είμαι δική σου, Κώστα. Κ ώ σ τ α ς. Είναι αργά τώρα πειά Ελένη. Εγώ δεν ανήκω πειά εις τον εαυτόν μου. Ε λ έ ν η. Για δες τα μάτια μου. Πειά άλλη ξέρει να σε βλέπη έτσι; Πειά να αγαπά όπως εγώ. Κ ώ σ τ α ς. Μόνον εσύ! Ναι! το ξέρω. Μόνο συ είσαι καμωμένη για μένα και γω για σένα.

Έτζι ήταν καμωμένη η Σμαραγδούλα· δεν έμοιαζε με καμμιά από της φιλενάδες της· εκείνα τα χωρατά, εκείνα τα κρυφομιλήματα, ή ν' ανταμώνεται σε κανένα σπίτι με κανένα κοπελλιάρη για να τα πούνε, καθώς έκαναν άλλες, η περισσότερες, δεν της άρεσαν, δεν τάθελε· θαρρείς πως ήταν γυναίκα άλλου κύκλου και δεν εννοούσε να την πειράζουνε, να την ενοχλούνε μ' ερωτοτροπίες πρόστυχες και χωρίς την άδειά της.

Πηγαίνωμεν εις εορταίς και πανηγύρια! Καϋμένε τρελλέ, εστέγνωσε το βούκινό σου και δεν αξίζει πλέον. ΛΗΡ Ας την κόψουν λοιπόν την Ρεγάνην, να ιδούν από τι είναι καμωμένη η καρδιά της. Εσένα σε κρατώ, να είσαι ένας από τους εκατόν μου. Τα φορέματά σου μόνον δεν μου αρέσουν. Θα μου ειπής ότι είναι περσικά. Καλλίτερα όμως να τ' αλλάξης. ΚΕΝΤ Καλέ αυθέντα, πλάγιασε. Ολίγον αναπαύσου. ΛΗΡ Σιώπα.

Άθελα η Ελπίδα θυμήθηκε τον Αριστόδημο κ' η μελαγχολία σαν κύμα νεκροθάλασσας πλάκωσε την ψυχή της. «Τι κατάρα έπεσε ξαφνικά στο σπίτι της! σκέφτηκε. Η μήτρα η καμωμένη από του θεού το χέρι για να γεννά θεόκορμα και δυνατά παιδιά, γιατί τάχα κατάντησε να γεννά ξεθεώματα;» — Αχ, Κυρά μου, τι κακό είνε τούτο! τι κακό! είπε αρχίζοντας τα δάκρυα.