Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Είτανε, λέει, μεσημέρι περίπου, και καθώς διάβαινε ο Κωσταντίνος με το στράτεμά του, τηράει άξαφνα δίπλα στον ήλιο λαμπερό σταυρό από φως, κι απάνω στα σταυρό τα γράμματα « Τούτω νίκα». Το τήραγαν το σημάδι κι ο Κωσταντίνος κι ο στρατός του, κ' έλεγαν τι να σημαίνη. Σα βράδιασε και πλάγιασε ο Κωσταντίνος να κοιμηθή, βλέπει λαμπρό όνειρο, ανάλογο κι αυτό με το ουράνιο το σημάδι.

Ακούς λέει; καρφωμένα είνε να μη γυρίσουν; Δε με ρωτάς να σου πω; Πέντε φορές κιντύνεψα να μπατάρω. Αργεί, νομίζεις; Ένα κύμα δυνατό, άλλο κύμα σε πλάγιασε. Κοιμήθηκε το καράβι. Σα δεν μπορέση να σηκωθή, άλλο κύμα το βρήκε, το μπατάρησε. Άργητα θέλει; Και άρχιζε ατέλειωτες κουβέντες, παραμύθια με το καντάρι. Να μην ήταν αυτός στο τιμόνι, αλλοίμονο! Θα είχαν χαθή όλα τα καράβια του κόσμου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Όχι, μητέρα. Έτοιμα είν' όλα, όσα έχω ς' την αυρινήν παράταξιν να βάλω. Άφησέ με να μείνω τώρα μοναχή, παρακαλώ· κι' απόψε ας μείνη η παραμάνα μου μαζή σου· κράτησέ την η προετοιμασία σου θα σ' έχη άνω κάτω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Καλήν σου νύκτα· πλάγιασε να κοιμηθής αμέσως και ύπνος σου χρειάζεται απόψε. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Καλήν νύκτα, ΙΟΥΛΙΕΤΑ Θεός ηξεύρει αν ποτέ ξαναενταμωθώμεν!

Κι ως τόσο δεν μπορεί να μην έτριξαν τασάλευτα κόκκαλά σας σαν ήρθε και πλάγιασε δίπλα σας! Δεν μπορεί να μην το νοιώσατε πως απάνω στο σπίτι μας είνε τώρα ο τάφος, και μέσα σ' αυτό το χώμα γίνεται το σκοταδερό το νυχτέρι. Παράξενο να μη με πιάνη τρομάρα! Να μην τονέ θολώνη φόβος το νου μου! Σίδερο, σίδερο μ' έκαμ' ο Χάρος, και μήτε μέσα στη σπηλιά του δε με τρομάζει ταχόρταγο το θεριό.

Αυτά 'πε, κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. 30 και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, εις τα πρυμόσχοινα σιμά οι άλλοι αναπαυθήκαν• μέν' απ' το χέρι πήρε αυτή μακράν απ' τους συντρόφους, εκάθισέ με, πλάγιασε κοντά μου, και μ' ερώτα• κ' εγώ της εξιστόρησα τα πάντα ένα προς ένα. 35 προς εμέ τότε ωμίλησεν η Κίρκ' η σεβασμία• 'τούτα όπως τα 'πες έγειναν ό,τι θα ειπώ συ τώρα άκου, και πάλι ένας θεός θα σου τα υπενθυμίση.

Και ο Δίας της απάντησεν, ο νεφελοσυνάκτης• «Τέκνον, ποιος λόγος σού 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! να λησμονήσω εγώ ποτέ τον θείον Οδυσσέα, 65 οπού πρωτεύει των θνητώντον νου και για τα δώρα, 'που των θεών επρόσφερνε των ουρανοκατοίκων; αλλ' ο γεωφόρος έχει του χολήν ο Ποσειδώνας άσπονδη, 'πώσβησεν αυτός του Κύκλωπα το μάτι, του ισόθεου Πολύφημου, 'που εις όλους μέγας είναι 70 τους Κύκλωπαις, κ' η Θόωσα τον γέννησεν, η κόρη του Φόρκυνα, της άγριας της θάλασσας κυρίου, αφούτα σπήλαια πλάγιασε σιμάτον Ποσειδώνα. ιδού γιατί τον Οδυσσηά ο σείστης Ποσειδώνας δεν θανατόνει, αλλά μακρυά τον σπρώχνει από την γην του. 75 αλλ' ελάτ' όλοι, ας εύρουμε το πώς θε να επανέλθη εκείνοςτην πατρίδα του• θα παύση την οργή του ο Ποσειδώνας άσφαλτα, και δυνατόν δεν είναιόλους ενάντια τους θεούς να πολεμήση μόνος».

Την επίστεψε ο Δάφνης κι αφού πλάγιασε χάμου μαζί της, πολλήν ώρα εκείτονταν κ' επειδή από όσα επιθυμούσε τίποτε δεν ήξερε να κάνη, τήνε σηκώνει κ' ύστερα την εσφιχταγκάλιαζε κάνοντας όπως οι τράγοι. Μα σαν εβρέθηκε σε πολύ δυσκολώτερη θέση, εκάθισε κ' έκλαψε, επειδή ήτανε κι από τα κριάρια πιο ανήξερος στου έρωτα τις δουλιές.

Όπως δούλεψε έτσι απόλαψε, κι' όπως έστρωσε έτσ' πλάγιασε! Θεός σχωρέσ'τον όμως, ας πούμε τώρα! Σε λίγο ήρθε κι' ο παπάς να σηκώση το ύψωμα, για τ' όνομα του Γιάννη. Πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης, θρονιάζονταν η χαρά στο ταπεινό σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας!! Κόντευε το βασίλεμα ήλιου της παραμονής των Χριστουγέννων. Έβρεχε δυνατά κι' ο καιρός φαίνονταν άγριος.

Αυτά 'πε· και ο Τηλέμαχος, 'ς την λάμψι των λαμπάδων, πέρασ' από το μέγαροτον θάλαμο, 'ς το μέρος όπ' εκοιμάτ' ότ' έρχονταναυτόν ο γλυκός ύπνος· πλάγιασε αυτού, την άφθαρτην Ηώ να περιμένη. 50 αλλ' έμενετο μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, και όλεθρο με την Αθηνά ζητούσε των μνηστήρων.

Είδα και του Αμφιτρύωνα την σύντροφον Αλκμήνη, οπού τον λεοντόψυχον, άφοβον Ηρακλέα εγέννησε, αφού πλάγιασετην αγκαλιά του Δία. και του γενναίου Κρέοντα την κόρη την Μεγάρα, 'που νύμφην ο αδάμαστος την είχε Αμφιτρυωνίδης. 270 Του Οιδίπου η μάννα εφάνηκεν, η εύμορφη Επικάστη, 'που τυφλωμένη ανόμησε φρικτά με τον υιόν της.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν