United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η θλίψη τώρα είχε φύγει από το νεκρικό θάλαμο σαν πουλάκι φοβισμένο. Το αίσθημα υποχώρησε στα λόγια. Δεν ηύρε θέση να τρυπώση παρά στα στήθη της Ελπίδας και τον Δημητράκη. Οι ξένοι μ' ένα στεναγμό έβγαλαν και το βάρος από πάνω τους. Σήκωσαν το κεφάλι, κύτταξαν προσεχτικά το ρήτορα και τα πρόσωπά τους δείχνονταν γαληνεμένα σα να μην έγινε τίποτα. Δεν ήταν όμως έτσι και τα δυο παιδιά.

Και εις του πατρός το υψηλό θάλαμο αυτός κατέβη πλατύν, όπ' ήσαν σωρευτά χάλκωμα και χρυσάφι, 'ς τ' αρμάρια τα φορέματα, και περισσά τα μύρα. και μέσα παλαιού κρασιού γλυκύτατου πιθάρια 340 στέκονταν, όλα γεμιστά θείο πιοτό και ακράτο, 'ς τον τοίχο αράδα κολλητά, αν ίσως καί ποτ' έλθη εις την πατρίδ' ο Οδυσσηάς, 'ς το τέλος των δεινών του. σανίδαις είχε δίφυλλαις πυκνά συναρμοσμέναις, κ' ημέρα νύκτα ευρίσκονταν κελλάρισσα γυναίκα 345 αυτού, 'π' όλα τα εφύλαγε, με προσοχή, με γνώσι, η Ευρύκλεια, 'που 'ταν γέννημα τ' Ώπα Πεισηνορίδη•τον θάλαμο ο Τηλέμαχος έκραξε αυτήν και είπε•

Αυτά 'πεν ο Μελάνθιος και ανέβη του μεγάρου την κλίμακα, 'ς τον θάλαμο να φθάση του Οδυσσέα· εκείθ' ασπίδαις δώδεκα πήρε και τόσαις λόγχαις, και τόσα κράνη χάλκινα, μ' αλόχου χήτη ωραία, 145 και ογλήγορ' ήλθε κ' έφερε τα όπλατους μνηστήραις. του Οδυσσέα γόνατα κοπήκαν και καρδία, άμ' είδε ν' αρματόνωνται και τα μακρά κοντάρια να σείουν ότι φοβερός του φανερώθη αγώνας. κ' είπε προς τον Τηλέμαχο με λόγια πτερωμένα· 150 «Τηλέμαχ', ή 'ς τα μέγαρα των γυναικών καμμία κακόν μας κινεί πόλεμον ή τ' είναι ο Μελανθέας».

Γεωργίου και της Περικνημίδος: το κατακόρυφο σημείο στην &Τρικυμία& είναι εκεί όπου ο Prospero πετώντας τα ρούχα του μάγου στέλνει τον Άριελ να του φέρη το καπέλλο του και το μικρό του ξιφάκι και φανερώνεται σαν ο μεγάλος Ιταλός Δουξ· κι αυτό ακόμα το φάσμα στον Άμλετ αλλάζει τη μυστική του φορεσιά για να κάνη διαφορετικές εντυπώσεις· κι όσο για την Ιουλιέττα, κανένας νεωτεριστής δραματογράφος θα την έβγαζε ίσως έξω με το σάβανό της και θάκανε τη σκηνή θέαμα τρομακτικό, όμως ο Σαίξπηρ την ντύνει πλούσια και πολυτελή φορέματα που η ερατεινότης των κάνει το υπόγειο «σάλα γιορτής γεμάτη φως», μετατρέπει τον τάφο σε νυφικό θάλαμο και δίνει στον Ρωμαίο τη διάθεση και το μοτίβο του λόγου του σχετικά με τον θρίαμβο της Ομορφιάς κατά του θανάτου.

Αυτά 'πε· και άκουσ' ο υιός τον ποθητόν πατέρα, και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 15 «Ταις κόραις, μάννα, κράτει μουτα μέγαρ', ως να θέσω τα πατρικά μου τ' άρματατον θάλαμο, τα ωραία· μου τ' αφανίζ' όλα ο καπνόςτο σπίτι αμελημένα, αφού λείπει ο πατέρας μου· κ' εγώ μικρός τότ' ήμουν· θα τα φυλάξω τώρα εκεί 'που λάμπα δεν θα φθάση». 20

Και μόνο όταν στον θάλαμο τον νυφικό της μπήκε και είδε το κρεββάτι της, τα κλάμματα την πήραν. «Κρεββάτι μου, είπε, που εγώ σ' εγνώρισα παρθένα και που γυναίκα με έκαμες εκείνου που με χάνει, σε χαιρετώ. Δεν σε μισώ. Μόνον εσύ με χάνεις. Γιατί εγώ δεν ήθελα εσένα να προδώσω, αλλ' ούτε και τον άνδρα μου, γι' αυτό πεθαίνω τώρα.

Και μέσα σε τρία χρόνια μια αμοιβαία τρυφερότης μεγάλωσε μέσ' της καρδιές τους. Την ημέρα ο Τριστάνος ακολουθούσε τον Βασιληά στης δίκες ή στο κυνήγι, και τη νύχτα, καθώς κοιμώτανε στο Βασιλικό θάλαμο μαζύ με τους πιστούς και τους σπιτικούς, αν ο Βασιληάς ήτανε λυπημένος, έπαιζε με την άρπα για να γλυκάνη τη θλίψι του.

Του έδωσε την άδεια να γυρίση πίσω στο παλάτι, και όπως άλλοτε, ο Τριστάνος κοιμάται στο Βασιλικό θάλαμο μαζύ με τους πιστούς και τους σπητικούς. Όποτε θέλει, μπορεί να μπαίνη και να βγαίνη. Ο Βασιληάς δεν έχει πεια καμμιά ανησυχία. Αλλά ποιος λοιπόν μπορεί πολύν καιρό να κρατήση μυστικούς τους έρωτές του; Αλλοίμονο, ο έρωτας δεν κρύβεται.

Τ' αμπέλια κατάντησαν αδιάβατα· ρίχνει το κλήμα πέρα δώθε τις βέργες του με θυμό, σα να οχτρεύεται τον εαυτό του. Ούτε κουδουνολάσι, ούτε φλογέρα λαλεί στα βοσκοτόπια· τρύγοςτραγούδι όχι στ' αμπέλια· θεοίνεράιδες ούτε στα νερά. Περνάς τον κάμπο, σα να περνάς το θάλαμο νεκρού.

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 170 «Εγώ με τον Τηλέμαχον τους θαυμαστούς μνηστήραιςτο δώμα θα κρατήσουμεν, όσην ορμή και αν δείξουν. σεις τώρ' εκείνον ρίξετετον θάλαμο με χέρια και πόδι' οπισθογύριστα, και δέσετε την θύρα, αφού, περνώντας του σχοινί, 'ς την κορυφή του στύλου 175 τον ανεβάσετε υψηλά τα πατερά να εγγίξη, ώστε να ζη πολληώρα εκεί μ' οδύναις του θανάτου».