United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σας παρακαλούμε σας, των παιδιών, να πάρετε όσα πιάτα εύρετε, σπασμένα και γερά, που είνε και πιο εύκολο να τα κουβαλήσετε στα χέρια· σώνει να μας βοηθήσετ' εμάς να μεταφέρουμε σε μέρος σίγουρο ούλες της βέργες και της λαμαρίνες.

Τ' αμπέλια κατάντησαν αδιάβατα· ρίχνει το κλήμα πέρα δώθε τις βέργες του με θυμό, σα να οχτρεύεται τον εαυτό του. Ούτε κουδουνολάσι, ούτε φλογέρα λαλεί στα βοσκοτόπια· τρύγοςτραγούδι όχι στ' αμπέλια· θεοίνεράιδες ούτε στα νερά. Περνάς τον κάμπο, σα να περνάς το θάλαμο νεκρού.

Θέλοντας ο Δρύαντας να τη συμμαζέψη και να τη βάλη στην προτητερινή τάξη, αφού λύγισε δεμάτι από χλωρές βέργες και τόκαμε παρόμοιο με θηλιά, εζύγωσε στο βράχο για να την πιάση εκεί.

Το αναμεταξύ διάστημα δεν ήτανε περισσότερο από δέκα στάδια· μα επειδή το χιόνι δεν είχε λυώσει ακόμη, τούδινε πολλή κούραση. Ο έρωτας όμως όλα μπορεί να τα διαβή και φωτιά και νερό και Σκυθικό χιόνι. Φτάνει λοιπόν τρεχάλα στη στάνη κι αφού ετίναξε από τα πόδια του το χιόνι, και τα δίχτυα έστησε και τον αξό τον άλειψε σε βέργες μακρουλές· κ' ύστερα καθότανε προσμένοντας πουλιά και τη Χλόη.

ΛΟΥΙΖΑ Με συγχωρείς, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Όχι, όχι. ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπούλη μου. μη με δείρης. ΑΡΓΓΑΝ Θα τις φας. ΛΟΥΙΖΑ Όχι, για το Θεό, όχι, μπαμπά μου. Να! να! ΛΟΥΙΖΑ Αχ! μπαμπά μου, μ' εσκότωσες! Στάσου: πέθανα! ΑΡΓΓΑΝ Τι είνε αυτά, Λουίζα; Λουιζίτσα. Αχ! Θεέ μου! Λουιζίτσα, κόρη μου. Αχ! δυστυχής που είμαι! η κόρη μου πέθανε! Τι έκανα ο άθλιος; Αχ! παληοβέργα! Να πάρη ο διάβολος όλες τις βέργες!

Έκρυψε βαθιά το θησαυρό του και περίμενε μέρα με την ημέρα τον υγυιό του. Και καθεμέρα ρωτούσε για την πιστικιά, μήπως και μαρτύρησε το κλέψιμό της. Μα βέργες σιδερένιες της ματώνανε τα κρέατα, ξύδι κι' αψιθιά τηνέ ποτίζανε, μα το στόμα τηςλέγανε οι μαντατοφόροιμιλιά δεν έβγαλε ακόμα. Ένα πρωί, χαρά θεού, βούκινα και τούμπανα τράνταξαν τον αέρα. Το βασιλόπουλο γύριζε απ' τον πόλεμο.

Ότι τα παιδιά δεν ηξεύρουν διατί θέλουν τι, περί τούτου όλοι οι γραμματισμένοι διδάσκαλοι και παιδαγωγοί συμφωνούν· ότι δε επίσης και οι ηλικιωμένοι, σαν τα παιδιά, τρικλίζουν επάνω εις την γην αυτήν και, ως εκείνα, δεν ηξεύρουν πόθεν έρχονται και πού πηγαίνουν, ουδέ με αληθινήν σκοπιμότητα ενεργούν, και ομοίως διοικούνται με παξιμάδια και γλυκίσματα και βέργες, τούτο κανείς δεν θέλει να πιστεύση· μου φαίνεται όμως φανερόν και δι' ένα τυφλόν ακόμη.

Πρόσταξε, βασιλιά μου, να της πάρωμε το κεφάλι! είπε ο μαντατοφόρος. — Όχι, να μην της πάρετε το κεφάλι, είπε ο βασιλιάς. Στα σίδερα να μείνη νηστική και διψασμένη, μες στη φυλακή. Με σιδερένιες βέργες να τη δέρνουνε και σα ζητάη νερό να ξεδιψάση, ξύδι να την ποτίζουν κι' αψιθιά.... Ο γέρος ο βασιλιάς συνέφερε λίγο απ' το κακό του.