United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι όταν έπιασαν στη στεριά κι αράξανε, δεν έκαναν κανένα κακό, παρά αρχίσανε λογής-λογής διασκέδασες· πότε μ' αγκίστρια κρεμασμένα από καλάμια με ψιλή πετονιά ψάρευαν πετρόψαρα από χαμηλό βράχο· πότε με σκυλιά και με δίκτυα πιάνανε λαγούς που έφευγαν από τ' αμπέλια εξ αιτίας του θόρυβου.

Ένας κάμπος, αιγοειδής στο σχήμα, που τον κλείουν απ' όλα τα μέρη βουνά, είνε ομαλός σα χαρτί, που το ριγόνουν διασταυρωμένα χαντάκια πολυάριθμα· και γύρω τα χωριά, ασπριδερά στο πράσινο πλαίσιο που σχηματίζουν αμπέλια και δέντρα. Το χειμώνα η ορεινή αυτή πεδιάδα θα γινόταν λίμνη, αν δεν είχε στη δυτική της άκρη το χώνο, μια καταβόθρα, όπου τα χαντάκια οδηγούν τα νερά και καταπίνονται.

Επομένως, συμφώνως με αυτόν τον λόγον, δεν θα χρειάζωνται ούτε αμπέλια πολλά εις καμμίαν πόλιν, πρέπει δε να είναι ωρισμέναι και αι άλλαι γεωργικαί εργασίαι και όλη η δίαιτα, και προ παντός τα σχετιζόμενα με τον οίνον σχεδόν από όλα πρέπει να είναι πολύ μετρημένα και ολίγα. Αυτήν την κορωνίδα, φίλοι ξένοι, ας θέσωμεν, αν συμφωνήτε και σεις, επάνω εις την συζήτησίν μας περί του οίνου.

Ύστερα ο Χίτας ο Πολιάνος πήγε να φέρη κρυόνερο με το βουτσέλι, από μια βρύση κρυφή τον ανήφορο, χωμένη μέσα 'ςτα σχοίνα, που μοναχά οι αγωγιάτες κ' οι πιστικοί την ηξέρουν. Κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης κατέβηκε 'ςτην ποταμιά για να κλέψη σταφύλια από τα λιγοστά αφύλαγ' αμπέλια των Παλιοχωρίτων Γήραμε να πάρουμε και λίγον ύπνο.

Όσοι βρίσκονται στην πόλι μερδικό θα παίρνουν όλοι, που τον ένα να μη βλέπης βουτηγμένον στον παρά, και τον άλλον φουκαρά. Ούτ' ο ένας νάχη αμπέλια και χωράφια για να ζήση, και ο άλλος να μην έχη ούτε τάφο, σαν ψοφήση. Ούτ' αμέτρητους τους δούλους νάχη πλέον ο μεγάλος, κι' ούτ' ακόλουθον ο άλλος. Τη ζωή κοινή θα κάνω, και δεν θάχη διακρίσεις, ούτε κάτω, ούτ' απάνω.

Εγώ και το σουραύλι ξέρω να παίζω καλά και να κλαδεύω τ' αμπέλια και να παραχόνω τα δένδρα· ξέρω και το χωράφι να οργόνω και να λιχνίζω στον αέρα· και πώς βόσκω το κοπάδι μάρτυρας είναι η Χλόη· πενήντα γίδια, που παράλαβα, τάκαμα διπλά· έθρεψα και τράγους μεγάλους κι όμορφους, ενώ προτήτερα εβάναμε τις γίδες να πηδιούνται με ξένους· μα και νέος είμαι και γείτονάς σας δίχως ψεγάδι.

Κοιμούνται γύρω τα περιβολάκια με τα ψηλά κυπαρίσσια τους, πέρα τ' αμπέλια μόλις χωρίζουν και το ποταμάκι κάτω πόπλυνε τόσες όμορφες μέρες τα ρούχα της η νύφη, ακούεται σα να κλαίη παραπονεμένα κι αυτό, για τον ξενιτεμό της. Φεύγουν φεύγουν κι από μπρος της φεύγει κ' η αγαπημένη όψη του χωριού της, πόζησε σ' αυτό όλη τη ζωή της για ν' ακολουθήση τόρα τον ξένο αυτόν τον άντρα της.

Καλλιεργούμεν λάχανα και τρεφόμεθα με ψάρια και οπωρικά. Είνε δε μεγάλο, όπως βλέπετε, το δάσος, έχει και αμπέλια πολλά, από τα οποία γίνεται εξαίρετο κρασί. Θα είδατε δε ίσως και την πηγήν η οποία μας δίδει κάλλιστον και ψυχρότατον νερόν. Στρωμνήν κατασκευάζομεν από φύλλα και ανάπτομεν μεγάλας πυράς.

Και ποιον θα ναύρης Γιώργενα, καλλίτερο απ' το γυιό μου Πούναι λεβέντης ακουστός εις του χωριού τους άντρες, Οπούναι και μοναχογυιός και καλοαναθρεμμένος; Πού θα να βρης καλλίτερο απ' το δικό μας σπίτι, Πώχουμε χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες χίδια, Κοπάδια βοϊδογέλαδα κι' άλογα και φοράδια. Πώχουμε χίλια στρέμματα αμπέλια και χωράφια. Πωχουμε λόγγα πάρθενα, πώχουμε και λειβάδια.

Αυτά όλα τόσο όμορφα τα εχόρεψε ο Δρύαντας και καθαρά, που ενόμιζαν ότι βλέπουν και τ' αμπέλια και το πατητήρι και τα πιθάρια και το Δρύαντα να πίνη στα σωστά.