Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Παναγία μου! ανεφώνησεν η Βγένα η καπετάνισσα, ήτις είχε στυλωθή παρά την θυρίδα και ήκουε καθαρά πλέον. — Ο καπετάν Βγενιός, παπά μου, η βρατσέρα μας επάνω εις τον μώλον του Σχοινά! Να, τα πανάκια της! Να, το φαναράκι της αναμμένο! Παναγιά μου Λημνιά μου! Και ετέντωσε καλώς τα μάτια της η δεομένη, προσπαθούσα κάτι άλλο ακόμη να διακρίνη.

Στην επάνω γειτονιάν κτισμένη η εκκλησία σύρριζα εις τον βράχον του Σχοινά και κατέναντι του σιρόκου ήτο ως προπύργιον απόρθητον, θαρρείς, του ατιθάσσου ανέμου, του οποίου πολλάκις είχε διακόψει την βίαν και την ορμήν, όριον ηγιασμένον γαλήνης και σωτηρίας, ουχί μόνον διά τους εις τον λιμενίσκον εκείνον εισπλέοντας και ορμούντας, αλλά και διά τους μακράν εις τα πελάγη τα μεγάλα κινδυνεύοντας εις ώρας τρικυμιών ενώπιον των οποίων προσκαλουμένη παρίστατο η Παναγία η Λημνιά, άλλοτε ως φανός καθοδηγών εν μέσω των υφάλων, και άλλοτε ως ναύκληρος διατάσσων τα δέοντα, και άλλοτε ως κυβερνήτης πηδαλιούχος με την ακτινοβολούσαν ουράνιον αίγλην της περί την κεφαλήν, με το μεγάλον της πρόσωπον και τα μεγάλα της μάτια.

Ύστερα ο Χίτας ο Πολιάνος πήγε να φέρη κρυόνερο με το βουτσέλι από μια βρύση κρυφή τον ανήφορο, χωμένη μέσα 'ςτά σχοίνα, που μοναχά οι αγωγιάτες κ' οι πιστικοί την ηξέρουν. Ο Γιάννης ο Αρβανίτης κατέβηκε 'ςτήν ποταμιά για να κλέψη σταφύλια από τα λιγοστά αφύλαγ' αμπέλια των Παλιοχωρίτων. Γήραμε να πάρουμε και λίγον ύπνο.

Ύστερα ο Χίτας ο Πολιάνος πήγε να φέρη κρυόνερο με το βουτσέλι, από μια βρύση κρυφή τον ανήφορο, χωμένη μέσα 'ςτα σχοίνα, που μοναχά οι αγωγιάτες κ' οι πιστικοί την ηξέρουν. Κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης κατέβηκε 'ςτην ποταμιά για να κλέψη σταφύλια από τα λιγοστά αφύλαγ' αμπέλια των Παλιοχωρίτων Γήραμε να πάρουμε και λίγον ύπνο.

Η Ζωή της Λιόλιας έπιασε άλλο δρόμο τώρα άλλαξε το σκοπό της τον τραγουδιστό. . Η ζωή είναι τραγούδι που σβύνει- Η ζωή είναι ποτάμι που κυλά. . . Πως τρέχει ένα νεράκι πούρχεται απ’ το βουνό ήσυχο και κελαϊδιστό και στέκεται και βλέπει τον ήλιο και σιγοκυλάει μέσ’ απ’ τον κάμπο και γλυκοκουβεντιάζει με τα λουλούδια που το χαιρετούν κι έξαφνα φθάνει στην άκρη ενός γκρεμού και πέφτει αφρίζοντας σε δάκρυα βουερά κάτω σε μια λίμνη κοιμισμένη και χάνεται στασάλευτά της βάθη τα μαυροπράσινα ;-πώς κάνει φτερά το τραγούδι της ψυχής που λαχταρά και πετιέται κυματιστά πάνω απ’ τα σχοίνα και τις κορφές των πεύκων και πάνω απ’ τα κίτρινα σπαρτά σαν τη σιταρίθρα και άξαφνα βγαίνει ένα σύννεφο μπροστά στον ήλιο της ζωής και το τραγούδι μουντώνει και γίνεται βαρύ κι αργό με τη φωνή γονατισμένη ; -έτσι και της Λιόλιας η ζωή τώρα μονομιάς απ' τη βουή του πόνου έπεσε σε βάθη κοιμισμένα- έτσι και το τραγούδι της ζωής της απ’ τον ήσκιο βάρυνε, μούντωσε και τσάκισε Απ’ την ημέρα που ξαναπάτησε το πόδι της στην κάμαρη πούχε πεθάνει η Βεργινία, σκοτείνιασ' η ψυχή της: ζούσε σα μέσα σε κάποιον από 'κείνες τις συννεφιασμένες νύχτες, τις ασάλευτες και ναρκωμένες, με περίχυτο ένα φως χλωμό απ’ το πνιγμένο το φεγγάρι. . . Κ’ έτσι πέρασε η ζωή της εφτά μήνες χωρίς να βγη απ’ αυτό το ησκιόφωτο. . κάτω απ’ το παντοτεινό πέπλο το συννεφένιο η θλιμμένη αποφεγγιά του βάραινε περισσότερο την ψυχή της παρά νάκανε σκοτάδι- Αυτό το συννεφένιο πέπλο ήτον ο ήσκιος της Βεργινίας Κι όπως ανοίγουν που και που τα νέφελα και φαίνεται το φεγγάρι που ταξιδεύει λυπημένο κι αμίλητο σ' ένα πέλαγος έρημο, πίσω απ’ ασημένια αέρινα βουνά κι αυτά πάλι κλείνουνε στο διάβα του και το πνίγουν-έτσ' ήτον και τις λίγες φορές που κουνήθηκε η ψυχή της απ' τη νάρκη ναναλάμψη σε χαρά η θλίψη.

Και όπισθενπάλιν άλλος όγκος πέτρινος, ο μώλος του Σχοινά, εσχημάτιζε την είσοδον του ενός λιμένος ως σιαγών ορθάνοικτος να τρακανίση παν το οποίον έμελλε να εμφανισθή εκεί, βορά τρισαθλία. Αυτήν την φοράν η κραυγή ουδόλως διέφερε του θρήνου· τόσον έτρεμεν η κραυγάζουσα φωνή! — . . . . «Δέξαι παρακλήσεις αναξίων σων οικετών . . .» έψαλλεν ο ιερεύς.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν