United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' ελησμόνησε τα πάντα τότε, μέσα εις εκείνην την τρικυμίαν της ψυχής του. Και κόσμον και πατρίδα και σύζυγον. Ο ναύτης εκείνος τον έσωσε κατά τον πλουν, ελεήσας αυτόν, αλλ' η μοίρα του ανελεήμων, τον ώθει πάλιν εις την εξαφάνισιν, διότι δεν θα επανήρχετο εις το χωρίον του, αν δεν εσχημάτιζε περιουσίαν τινά εκ νέου.

Όλων η χαίτη ήτο βαμένη γαλανή, αι οπλαί των ήσαν τυλιγμέναι εις ψιάθινα υποδήματα, το δε τρίχωμά των μεταξύ των ώτων, εσχημάτιζε θυσάνους δίκην φενάκης. Με τας πολύ μακράς ουράς των εκτύπων ελαφρά τα οπίσθια σκέλη των. Ο Ανθύπατος έμεινεν άναυδος από τον θαυμασμόν του. Τα ζώα εκείνα ήσαν θαυμάσια, εύκαμπτα ως ερπετά και ελαφρά ως πτηνά.

Το πνεύμα των βιβλίων τον έσπρωχνε ίσα στων μαρμάρων το πνεύμα. Πριν δεν ήταν γι' αυτόν παρά σωρός πέτρες, όγκοι μεγάλοι και θαυμαστοί. Δεν του κεντούσαν άλλο τι παρά την απορία. Απορούσε κ' έλεγε συχνά τι διαβολοσύνεργα μεταχειρίστηκαν οι πρόγονοί του για να τα μετατοπίζουν. Κι απ' αυτό εσχημάτιζε την ιδέα πόσο μεγάλοι και δυνατοί ήταν εκείνοι. Όλοι πέρα πέρα Ηρακλήδες και Βριάρεοι!

Και όπισθενπάλιν άλλος όγκος πέτρινος, ο μώλος του Σχοινά, εσχημάτιζε την είσοδον του ενός λιμένος ως σιαγών ορθάνοικτος να τρακανίση παν το οποίον έμελλε να εμφανισθή εκεί, βορά τρισαθλία. Αυτήν την φοράν η κραυγή ουδόλως διέφερε του θρήνου· τόσον έτρεμεν η κραυγάζουσα φωνή! — . . . . «Δέξαι παρακλήσεις αναξίων σων οικετών . . .» έψαλλεν ο ιερεύς.

Αλλ' ενώ παρετηρούμεν γύρω είδαμεν προς τα δεξιά και εις όχι μεγάλην απόστασιν μίαν γέφυραν την οποίαν εσχημάτιζε το νερόν, συνδέον τας επιφανείας των δύο θαλασσών και ρέον από της μιας εις την ετέραν. Επλησιάσαμεν λοιπόν κωπηλατούντες προς το μέρος εκείνο και μετά πολλής αγωνίας επεράσαμεν, χωρίς να το ελπίζωμεν.

Ο Δημοσθένης ήτο περισσότερον και συνεχέστερον εκτεθειμένος· επειδή δε εσχημάτιζε την οπισθοφυλακήν, προσεβλήθη πρώτος υπό των πολεμίων.

Τα στήθια τους εσκέπασαν από κρουστό τομάρι Μιας ψόφιας Γάτας, που όλοι τους επιταυτού είχαν γδάρει Πασάνας μέρος απ' αυτό ωμορφοτουρνεμένο, Για θώρακα εσχημάτιζε με τζάκνα καρφομένο. 270 Χτους οφαλούς των λυχναριών γεραίς ασπίδες φκιάνουν, Και από βελόναις σουβλεραίς με τα δεξιά τους πιάνουν Βαριά κοντάρια αλίγυγα, και σιδιροβαμμένα, Οπού ο ίδιος Ήφαιστος τους τάχε χαρισμένα.

Ήταν και άνθρωπος που ήθελε να ιδή μόνος του, να ψηλαφήση. Απάνω σ' αυτό ήταν άπιστος Θωμάς· εύκολα δεν πίστευε. Άμα όμως εψηλαφούσε και εγνώριζε και εννοούσε ο ίδιος, ετελείωσε· εσχημάτιζε την ιδέα του, η οποία αποκρυσταλλώνετο, έμενε ασάλευτη μέσα του για πάντα.

Απ' έξω ήτο ένας μικρός καθρέπτης, ο οποίος εσχημάτιζε λίμνην. Τριγύρω εις την λίμνην ήσαν στημένα μερικά δένδρα, εις δε την λίμνην μέσα έπλεαν τρεις κύκνοι. Επί του όλου ήτο ωραίον πράγμα ο πύργος αυτός, αλλά το ωραιότερον από όλα ήτο μία νέα κυρία, η οποία έστεκεν εμπρός εις την ανοικτήν θύραν του πύργου.