United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έθαψαν τονε, είπεν ο Μανώλης, ο οποίος όμως θα επροτίμα ίσως να εθάπτετο, αντί του Λαδομπραΐμη, ο Στρατής, του οποίου η ανάμνησις είχεν αρχίσει να τον ανησυχή και οσάκις ήκουε βήματα εις την οδόν ανεταράσσετο. — Να πάρης κιάλλους πολλούς αγάδες μαζή σου, Μπραΐμ αγά, είπεν η Σαϊτονικολίνα, να σου κάνουνε συντροφιά! ... Να, εσκεπάσαν τονε και φεύγουνε.

Αφού έκαμε την προσευχή της και απλώθηκεν εις το μυρωδάτο εκείνο κλινάρι, την εσκέπασαν με φτέρη για να μη κρυώση κ' εκούρνιασαν κ' εκείνα εις τα περίγυρα δέντρα να την φυλάγουν. Το πρωί την εξύπνησε το εγερτήριο του κορυδαλού και ήλθαν να την καλημερίσουν και τ' άλλα πουλιά.

Κατά τους χρόνους εκείνους, ενώ οι σεισμοί εξηκολούθουν εν ταις Οροβίαις της Ευβοίας, η θάλασσα επροχώρησε διά τινος μέρους, το οποίον τότε ήτο γη, και εξογκωθείσα επήλθε κατά της πόλεως· και μέρος μεν της ξηράς εσκέπασαν τα κύματα, από το άλλο δε μέρος απεσύρθησαν, και σήμερον είναι θάλασσα εκείνο, πού άλλοτε ήτο γη. Όλοι οι μη προφθάσαντες ν' αναβούν εις τα υψηλά μέρη εχάθησαν.

Μοναχά ο Γεροκαλαμένιος γύρισε πάλι κατ' εμένα τα ματογιάλια του και μ' ερώτησε αγάλια αγάλια : — Ο Πύρρος, παιδί μου; — Μπύρρ' μώρ' μπύρρ'. Χλαλόησαν παρευτύς τα στόματα των αρβανιτάδων. Ο Σκεντέρμπεης.... Δεν επρόφτακα ν' αποσώσω τ' όνομα, μωρές παιδιά, κι αστραποβόλησαν με μιας όλων τα μάτια ολόγυρα και χώρια των αρβανιτάδων οπού χούμησαν απανωτοί κ' εσκέπασαν την εικόνα με χίλια φιλήματα.

Τα ήσυχα νερά εσκέπασαν αδιάφορα το σωματάκι του παιδιού. Ενώ δε στην διώρυγα μόνη η γόνδολά μου βρίσκονταν, έξαφνα απ' όλες της μεριές φάνηκαν πολλοί άνθρωποι και με παλληκαριά πέφτοντας μέσ' το ρεύμα άρχισαν να ζητούν το μικρό αγγελούδι. Μα η θάλασσα το είχε σκεπάσει και ο κόπος τους πήγαινε άδικα.

Σκύρος και Κύμη και πέλαγος έγειναν όλα έν πράγμα σκοτεινόφαιον, εντός του οποίου τα κύματα, όγκοι βαρείς, εχοροπηδούσαν, σωροί εδώ, σωροί εκεί, θηρία ανήμερα, με αφρούς, με αχνούς υπό μίαν φοβεράν σκοτούραν των πάντων, καθ' όλον εκείνον τον δεινόν του Αιγαίου αναβρασμόν· νομίζεις κ' έπεσον από του ουρανού των νεφελών οι παχείς όγκοι κ' εσκέπασαν βουνά και θάλασσαν.

Μπράβο του μαστρο-Γιαννιού, την κατάφερε, είπε· κέρασέ τον ένα ρακί! Και έρριψε μίαν πεντάραν εις το τραπέζι. Δυστυχισμένη χρονιά εκείνη. Δύο χιλιάδες γίδια και πρόβατα είχαν ψοφήσει από τα ολίγα κοπάδια της μικράς νήσου, μέσα εις τα χειμάδια των ποιμένων και βοσκών, από το τρομερόν ψύχος, από τα χιόνια τα πρώιμα, όπου εσκέπασαν τους λόγγους και τα βουνά, έως τους βουβώνας, το ύψος.

Η σκλάβες με εβοήθησαν, μου εσφόγγισαν το αίμα, με εσκέπασαν και η γραία με παρηγόρησεν, ότι έχει ένα βάλσαμον να μου βάλη εις την πληγήν και εις τρεις ημέρας θέλω ιατρευθή χωρίς να φανή κανένα σημείον· εκείνος όμως ο αυθάδης νέος πραγματευτής έφυγεν ευθύς.