United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μανώλης κατεταράχθη και έκαμε νεύμα λαθραίον και απειλητικόν προς το παιδίον, το οποίον απεσύρθη, αλλ' ανεφάνη εκ νέου και πάλιν έρριψε διά του ανηφορά το αυτό ψιθύρισμα προς τον Μανώλην: — Πατούχα ... Πατούχα! Ευτυχώς οι δυσάρεστοι εκείνοι ψιθυρισμοί εχάθησαν εις τον κρότον ενός πυροβολισμού, διότι ο Στρατής περατώσας το πλύσιμον «έκαψε» το τουφέκι του.

Εν τούτοις πεντήκοντα τριήρεις των Αθηναίων και των άλλων συμμάχων πλέουσαι προς την Αίγυπτον ίνα αντικαταστήσουν τας πρώτας ήραξαν εις το Μενδήσιον στόμιον, αγνοούντων των πληρωμάτων όσα είχον συμβή. Προσβληθείσαι διά ξηράς μεν υπό πεζών, διά θαλάσσης δε υπό του ναυτικού των Φοινίκων εχάθησαν πολλαί, και μόλις ολίγισται κατώρθωσαν να διαφύγουν.

Μετά δε την τρομεράν αυτήν ναυμαχίαν, κατά την οποίαν εχάθησαν και από τα δύο μέρη πολλοί άνθρωποι και πολλά πλοία, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι, νικηταί όντες, συνήθροισαν τα ναυάγια και τους νεκρούς, επέστρεψαν εις τας Συρακούσας και έστησαν τρόπαιον· οι δε Αθηναίοι, ένεκα των υπερβολικών δεινών, τα οποία έπασχαν, ούτε καν εσκέφθησαν να ζητήσουν τους νεκρούς ή τα ναυάγια, αλλ' η μόνη των σκέψις των ήτο να αναχωρήσουν διά νυκτός άνευ αναβολής.

Οι νεκροί έμεναν άταφοι· ο βλέπων τινά εκ των ιδικών του κείμενον κατά γης κατελαμβάνετο υπό θλίψεως και φόβου· εκείνοι δε πού εγκατελείποντο ακόμη ζώντες, πληγωμένοι ή ασθενείς, ήσαν διά τους ζώντας αντικείμενον περισσοτέρας λύπης και αθλιώτεροι ακόμη εκείνων πού εχάθησαν.

Το μέλλον ήτο δι' αυτόν σκώληξ ακοίμητος. Τι αν εύρε μίαν φιλικήν στέγην ν' αναπαυθή επ' ολίγον; Όλα δι' αυτόν εχάθησαν διά παντός: Η υπόληψις, η αποκτηθείσα μετά πολυετή έντιμον βίον, το καλόν όνομα, το ήσυχον παρελθόν, η γαλήνη και αυτή η μέλλουσα ζωή! — Τίποτε, τίποτε, δεν μ' άφησαν! έλεγε συχνά.

Πυκνά, πυκνά ως καλάμια Ανεμισμένα εβλέπαμεν Να κινώνται εις τους κάμπους μας Των πολέμων μας τ' άρματα, Κ' έπεσαν όλα. Πού είνε η τόσαι γλώσσαι Των ακτινοβολούντων Σπαθιών; πού είνε η χείρες Των εχθρών μας αμέτρητοι; Πού τα καυχήματα; Πλατύς και σκοτεινός, Βαθύς έχασκεν κ' άφευκτος Ο άδης υποκάτω τους· Εβούλιασαν, εχάθησαν, Εκλείσθη ο τάφος.

Εχάθησαν τα ίχνη και των δύο, ως χάνονται τα επί της θαλάσσης ίχνη του ταξειδεύοντος πλοίου.

Τέλος πάντων μετά δύο ημέρας προς το μεσονύκτιον μη δυνάμενον πλέον το καράβι να υποφέρη την φουρτούναν της θαλάσσης, ένα αιφνήδιον κύμα το εκτύπησεν εις κάποιους βράχους εις ρηχά νερά και το εσύντριψε τόσον, που εχάθησαν όλες αι πραγματείες και επνίγησαν πολλοί από τους ναύτας και πραγματευτάς.

Ο Πετρώνιος, όταν του ανέφεραν τους λόγους τούτους, ανέκραξεν: «Αφού ήρχισε τώρα να συγκρίνη τον εαυτόν του και με τον Βρούτον, όλα εχάθησανΕν τοσούτω αι ημέραι διεδέχοντο τας ημέρας. Τα αμφιθέατρα ήσαν έτοιμα. Ήρχισαν να διανέμουν τα εισιτήρια διά τους εωθινούς αγώνας. Αλλά την φοράν αυτήν, λόγω της ανηκούστου αφθονίας, επί εβδομάδας και μήνας.

Λοιπόν δεν θα δεχθώμεν ότι και τα εργαλεία όλα εχάθησαν και οτιδήποτε είχεν εφευρεθή προς σπουδαίαν εξυπηρέτησιν της τέχνης ή της πολιτικής ή κάποιας άλλης σοφίας, όλα αυτά δεν ερήμαξαν την εποχήν εκείνην;