United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ύστερα από την παντρειά του, μη έχοντας ούτε χωράφια να δουλεύη, ούτε γίδια και πρόβατα να βόσκη, ούτε μουλάρι να κάνη τον αγωγιάτη, ούτε καμμιά τέχνη για να ζη στον τόπο του, αποφάσισε το γληγορώτερο να ξινιτευτή. Αποχαιρέτισε τη γυναίκα του κι' έφυγε, κι' αφού πέρασε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, έφτασε στην Ξενιτειά.

Στην αρχή εφάνηκαν πως συμπονούσαν το Δάφνη· ύστερα η πιο μεγάλη, γκαρδιόνοντάς τονε, λέει: — Μη μας κατηγοράς καθόλου, Δάφνη, επειδή εμείς νοιαζόμαστε για τη Χλόη περισσότερο από σένα. Εμείς κι όταν ήτανε μωρό τη λυπηθήκαμε και σε τούτη εδώ τη σπηλιά την αναθρέψαμε. Εκείνη δεν έχει να κάνη τίποτε με τους κάμπους και με τα πρόβατα του Λάμωνα.

« Βλέπω· ταις ράχαις έπιασε » Το Τούρκικο τ' ασκέρι, » Κανόνια τρία 'στήθηκαν »'Σ τη Μύτικ' αντικρύ μας, » Αλόγατα χλημίντριζαν »'Στούς κάμπους. . . Τη ζωή μας, » Εις του Θεού αφήκαμε » Το έσπλαχνο το χέρι

Έλα βοσκούλα έλα! Χειμώνιασε. Χιόνια πολλάτα κορφοβούνια πέφτουν, Ρεύουν τα φύλλα των κλαριών, ξισκιώνουν τα λογγάρια, Θολώνουν η νεροσυρμές, η βρύσες κρουσταλλιάζουν Κ' οι τσελιγγάδες κουβαλούντους κάμπους τα κοπάδια.

Κι' εν τω άμα κινάν στο ταξίδι Βιαστικά με χαρά τους μεγάλη. Σταματάτε ανόητα τέκνα· Θα χαθήτε, φωνάζει η μάνα. Έχε υγιά, αποκρένουνται εκείνα, Άλλα λόγια εμείς δεν ακούμε. Και μ' αυτό προς τους κάμπους τρεχάτα Όσο δύνουνταν, έκοφταν δρόμο. Τα μωρά! δεν το βάνουν με νου τους· Τα νερά αρχινάν να τραβιούνται. Απομνήσκουν απάνω σε ξέρη, Καταντάν των διαβάτων κυνήγι·

Μόν αυτά απ' ανεγνωμιά τους, Παιδιακήσια ακεφαλιά τους, Με τη μάνα τους γελούσαν, Της ορμήνιαις δεν ψηφούσαν. Ήταν ώρα που το χιόνι Των βουνών, κι' ο πάγος λιόνει· Ροβολάν μ' ορμή, αβγατίζουν, Και τα κάτω πλημμυρίζουν. Το ποτάμι φουσκομένο, Κατηβάζει αφρισμένο. Τα νερά του τόσο υψόνει, Που τους κάμπους θαλασσόνει.

Και πάλι ξαναπρέπει σου βαριάν αρμάτα νάχης, Νάχης πολλές τες φορεσιές και χρυσοκεντισμένες, Να ντυέσαι, να ξεντύνεσαι, ν' αλλάζης να ξαλλάζης, Να κουβαλάς εδώ κ' εκεί τ' αμέτρητο το βιο σου. Να διαφεντεύηςτα βουνά, ν' ακούγεσαιτους κάμπους.

Πρώτοι οι Μεθυμνιώτες άρχισαν την κατηγορία καθαρά και σύντομα σαν είχανε γελαδάρη για κριτή: — Ήρθαμε στους κάμπους τούτους θέλοντας να κυνηγήσουμε· το καΐκι μας λοιπόν, αφού το εδέσαμε με λιγαριά χλωρή, τ' αφίσαμε στην ακρογιαλιά κ' εμείς ζητούσαμε με τα σκυλιά κυνήγι. Στο αναμεταξύ τα γίδια τουτουνού εδώ, αφού κατεβήκανε στη θάλασσα, και τη λιγαριά την τρώνε όλη και λύνουν και το καΐκι.

Μήτε στιγμή δεν κατέβηκε να τους βάλη γνώση· μόνο πήγε στον Κίσσαβο, στη Μάνη, και σ' άλλα βουνά, κ' έστησε κει τη φωλιά της σαν ουράνιος αϊτός, και φύλαγε την ώρα να κατέβη στους κάμπους και να βλογήση τη Ρωμιοσύνη.

Χαρά 'ςτόν όπου εγέννησε τέτοιο παιδί 'ςτόν Κόσμο, Χαρά 'ςταίς χώραις που περνά, 'ςτούς τόπους που διαβαίνει! Όλον το Κόσμο εγύρισεν ο Ήλιος όλη μέρα. Περνάει κάμπους και βουνά και δάση και ποτάμια.