United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλα βοσκούλα έλα! Χειμώνιασε. Χιόνια πολλάτα κορφοβούνια πέφτουν, Ρεύουν τα φύλλα των κλαριών, ξισκιώνουν τα λογγάρια, Θολώνουν η νεροσυρμές, η βρύσες κρουσταλλιάζουν Κ' οι τσελιγγάδες κουβαλούντους κάμπους τα κοπάδια.

Σε καμιάν πόλη της αρχαιότητας, λέει μεγάλος ιστορικός, δε βασίλευε η καλοζωία τόσο όσο στην Αντιόχεια, τη Βιέννα εκείνη της Μικρασίας, που το περίφημο προάστειό της, η Δάφνη, αληθινό περιβόλι χαράς κ' ηδονής, πέντε περίπου μίλια από τη χώρα, και δέκα μίλια γύρο, είταν αμίμητο με τις δάφνες του, με τα κυπαρίσσια του, με τις βρύσες και τις νεροσυρμές του, και τέλος με τον περίφημο ναό του Απόλλωνα, που είδαμε την τύχη του στον καιρό του Θεοδοσίου.

Έλειψε πάει ο ερωτόθυμος γαμπρός που θ' αναδείξη τροφαντά μ' ένα σφιχταγκάλιασμα τα σπλάχνα της. Ούτε ζευγάς, ούτε βουκόλος, ούτε αμπελουργός φαίνεται πουθενά. Τα δάση κάηκαν είτε ξεράθηκαν. Τα ποτάμια γίνηκαν νεροσυρμές και τα ρυάκια στράτες. Αγρίεψαν τα ήμερα δέντρα και οι καρποί τους γίνηκαν στυφοί και λιγοστοί.

Της ρίχνει ο Γιάννος δώδεκα φλωριά και δυο διαμάντια Και τρέχει-τρέχει πεταχτός, σαν τρομαγμένο αλάφι.... Διαβαίνει όρη και βουνά, και κάμπους και λαγκάδια, Ποτάμια και νεροσυρμές, βουνόπλαγα και λάκκους, Σειώνταν η γη στο διάβα του, μεριάζανε τα δέντρα Κι’ όσα σημάδια η Μάγισσα τον διάταξε να μάση, Τα βρήκεν όλα, τ’ άμασε και τάφερέ της όλα Στη σκοτεινή της τη σπηλιά, χωρίς να λείψη ούτ’ ένα, Την ώρα πώγερνε γλυκά κατά τη δύση ο ήλιος Και το φεγγάρι χάνονταν και πιάνονταν καινούργιο, Κι’ αυτή τα πήρε στην ποδιά με προσοχή μεγάλη Να ιδή αν είτανε σωστά, να ιδή αν είταν κι’ ίδια, Κι’ ύστερα στ’ άκριτο νερό, που είταν μες το κακάβι, Ανάλαφρα και ταχτικά, τα ρίχνει ένα-ένα, Λέγοντας λόγια μαγικά, διαβολεμένα λόγια, Που δε μπορούσε τίποτε κανείς να καταλάβη, Σα να είτανε παντάξενα κι’ άγνωστης γλώσσας λόγια... Στεκόντανε στο πλάγι της ο Γιάννος μ’ αγωνία, Βουβός και κατακίτρινος, λαχταρισμένος, κρύος, Και του σηκόνονταν ορθές οι τρίχες του κορμιού του, Σαν αγρίευαν και γούρλοναν της Μάγισσας τα μάτια, Κι’ έβγαζε αφρούς το στόμα της μαζύ με τη φωνή της.

Μας αποδέχτηκε η κερά του, νιόπαντρη κοπέλλα ως δεκαφτά χρονών. Όχι κι ομορφιά που να τρελλαθής, μα πρόσχαρη και σβέλτη κι αυτή, καθώς όλες τους, που σαν τις ζορκάδες τις έβλεπα και πετιούνταν από δω κι από κει, στις ελιές, στα κάστανα, στις νεροσυρμές, στα κοπάδιαπαντού. Μας καλωσόρισε κ' η γριά η μάννα τους συσταζούμενη γυναίκα και γνωστικιά.

Σαν ποιο λιβάδι τάχα Να βρέχη, να δροσολογά; Τι δέντρα να ποτίζη Και τι λουλούδια να φιλή; Τάχα σαν ποιο ακρογιάλι Με αγάπη να το δέχεται γλυκάτην αγκαλιά του; Τι αγγέλοι τάχα, τι πουλιά, τι πρόβατα το πίνουν, Και τι νεράιδες ώμορφες να λούζουν τα κορμιά τους; Σαν πώς να λάμπη εκεί ο ουρανός; Σαν πώς να ξημερώνη; Πώς να σουρπώνη από βραδίς; Τ' αστέρια πώς να φέγγουν Σαν ποιο στρατί να βγαίνη εκεί; Σαν πού θα τ' απαντήσω; Χρόνια και μήνες πλάνεσα, σαν διψασμένο αλάφι, Βουνά, ποτάμια επέρναγα, νεροσυρμές και κάμπους, Δεν τ' απαντούσα πούπωτα.