Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Μ' αυτό περνώντας 'ς τα νεφρά τον λάκτισε ο χαμένος• απ' το στρατί δεν έκλινεν, αλλ' έμειν', ο Οδυσσέας• κ' εσκέφθη αν με το ρόπαλον ορμώντας του κατόπι 235 θα τον φονεύσ', ή σηκωτά 'ς την γη θα του κτυπήση την κεφαλήν αλλά 'ς τον νουν υπόμειν', εκρατήθη. τον άλλον κατά πρόσωπον ύβρισ' ο χοιροτρόφος, κ' ευχήθη μεγαλόφωνα, σηκόνοντας τα χέρια• «Νύμφαις κρηναίαις, του Διός κόραις, αν ο Οδυσσέας 240 μεριά ποτέ σας έκαψε με πάχος τυλιγμένα αρνιών κ' ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελειώστε• ας έλθη εκείνος, ο θεός ας τον επαναφέρη• τω όντι θα σκορπίση αυτός τα καλλωπίσματά σου, 'που τώρα μ' έπαρσι φορείς και τριγυρνάς 'ς την πόλι 245 πάντοτ', ενώ κακοί βοσκοί τα πρόβατ' αφανίζουν».
Χαρά 'στη χήρα πώκαμε την τέτοια θυγατέρα, Χαρά και 'ςτό μικρό χωριό οπού την καμαρώνει, Χαρά 'ςτόν κι όποιος την χαρή και την κορφολογήση! Ο Μήτρος την αγνάντεψεν απ' τα βουνά του απάνω Και ροβολάει γλήγορα και 'ςτό στρατί την πιάνει. — Ώρα καλή σου, Αναστασιά. — Καλώς τον τον λεβέντη — Κόρη, για δος μου φίλημα 'ς αυτά τα μαύρα μάτια.
Σαν ποιο λιβάδι τάχα Να βρέχη, να δροσολογά; Τι δέντρα να ποτίζη Και τι λουλούδια να φιλή; Τάχα σαν ποιο ακρογιάλι Με αγάπη να το δέχεται γλυκά 'ς την αγκαλιά του; Τι αγγέλοι τάχα, τι πουλιά, τι πρόβατα το πίνουν, Και τι νεράιδες ώμορφες να λούζουν τα κορμιά τους; Σαν πώς να λάμπη εκεί ο ουρανός; Σαν πώς να ξημερώνη; Πώς να σουρπώνη από βραδίς; Τ' αστέρια πώς να φέγγουν Σαν ποιο στρατί να βγαίνη εκεί; Σαν πού θα τ' απαντήσω; Χρόνια και μήνες πλάνεσα, σαν διψασμένο αλάφι, Βουνά, ποτάμια επέρναγα, νεροσυρμές και κάμπους, Δεν τ' απαντούσα πούπωτα.
Ας πάω, έβαλε με νου του· ας πάρω το στρατί στρατί, και ρωτώντα ρωτώντα κανείς πάει στην Πόλη, κάποιο χωριό θα βρω που να μην έχη Παπά. Μια και δυο, το σακούλι στον ώμο, δώθε παν οι άλλοι. Μια μέρα, δυο μέρες, τρεις ημέρες, ρωτώντα τον ένα και τον άλλο διαβάτη, μαθαίνει πως το τάδε χωριό δεν έχει Παπά. Μια και δυο, πάει στο χωριό· στο Νιοχώρι να ειπούμε.
Θα δεις τότε αν μας ρήμαξε αφτή η βουλή σου, αφέντη.» Τότε απαντάει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους «Βαρύς, Δυασέα, ο λόγος σου και σα μαχαίρι μπήκε μες στην καρδιά μου· μα άθελα δε θέλω εγώ οι Αργίτες 105 να ρήξουν τα καλόθρονα μες στο γιαλό καράβια. Και τώρα, πιο καλό όποιος σας ξέρει στρατί, ας μιλήσει, γέρος ή νιός· τι με χαρά το λόγο εγώ θ' ακούσω.»
Γύρισε τότες κι' έκραξε στων Λυκιωτών τ' ασκέρι «Λυκιώτες, τι έτσι τη σκληρή αναμελάτε μάχη; Δύσκολο μόνος, βρε παιδιά, κιας είμαι παλικάρι, 410 να σπάσω κάστρο, και στρατί ν' ανοίξω ως τα καράβια. Μον όλοι ομπρός! τι πιο η δουλιά των πιο πολλώνε αξίζει.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν