United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευτυχώς ουδ' εκείνος εκρατήθη επί πολύ, αλλ' εισχωρήσας εις εργαστήριον αρχαίου γνωρίμου του απηύθυνεν, άνευ προοιμίου εξηγούντος την παρουσίαν μας, την αυτήν εκείνην ερώτησιν, ήτις μου ήρχετο εις τα χείλη. ― Ηύρες την ώραν να επιστρέψης, φίλε μου. Εδώ είναι κόσμου χαλασμός. Αύται ήσαν αι πρώται του εμπόρου λέξεις.

Εδείκνυε σημεία στενοχωρίας, δυσθυμίας ενόσω ήτο διαρκώς πλησίον της συζύγου, μετεβάλλετο δ' αίφνης εις εύθυμον και διαχυτικόν, όταν, κατόπιν απουσίας, κατά το μάλλον και ήττον μακράς, επανήρχετο παρ' αυτή. Δεν εκρατήθη επί τέλους και μίαν των ημερών, εντός κλειστής αμάξης, επιτηδείως τον ηκολούθησε.

Και εκινήθη, ετοιμαζόμενος, ως διά να ρίψη το εν ταις αγκάλαις αυτού κρατούμενον πράγμα εις τον καταρράκτην. Ο Βράγγης είδε τότε ευκρινέστερον ότι το πράγμα τούτο ήτο όντως έμψυχον. Εκινήθη προφανώς. Έσφιγξε σπασμωδικώς τους βραχίονας και εκρατήθη εκ του τραχήλου του. Έβαλε μίαν κραυγήν. Ο άγνωστος προσεπάθησε ν' αποσπάση τους βραχίονας της παιδίσκης από του λαιμού του.

Η Κυρά Λοξή ησθάνθη το αίμα αναβαίνον εις την κεφαλήν της, αλλ' εκρατήθη και, χωρίς να στραφή προς την μαγείρισσαν, απηύθυνε μειλιχίως τον λόγον προς τον ιατρόν: — Δεν θα κάμης αυτό το άδικον, ιατρέ μου, εις ανθρώπους που έκαμαν τόσον ταξείδι μόνον και μόνον να σε ιδούν. Δεν θα σου πάρη πολλήν ώραν. Να, μόνον να τον ιδής θα καταλάβης τι έχει. Σε παρακαλώ, ιατρέ μου! Ο ιατρός εφαίνετο μαλαχθείς.

Ο ιερεύς άρχισε τα τελευταία τροπάρια, του Ασπασμού. «Ω! Τις με θρηνήσει, τέκνον μου . . . ότι βρέφος άωρον, εκ μητρικών αγκαλών, ώσπερ στρουθίον επέτασας . . . Ω τέκνον, τίς ποτε μη στενάξει βλέπων σου το πρόσωπον ευμάραντον, το πριν ως ρόδον τερπνόν! . . . » Και πάλιν το παπαδόπουλον, καθώς εκράτει το Αγιασματάριον, κ' εμουρμούριζε τας λέξεις μαζύ με τον πατέρα του, δεν εκρατήθη να ερωτήση·

Τον εζήτησα ματαίως εις διάφοοα μέρη· πουθενά δεν εφαίνετο. Εκρύπτετο, ή έκανε κανένα ταξείδι; προφανώς το τελευταίον κτύπημα το τόσον απροσδόκητον τον είχε ζαλίση. Να ματαιωθούν τόσα όνειρα! και πότε, οπόταν η πραγματοποίησίς των εθεωρείτο βεβαία! Με όλην του την απάθειαν, με όλην του την φιλοσοφίαν ο ατυχής φίλος μου δεν εκρατήθη. Εντρέπετο, φαίνεται και να παρουσιασθή.

Αλλά μόλις ανέβη και εκάθησεν επί των νώτων του, ο Ζευς ώρμησεν εις την θάλασσαν φέρων αυτήν και ήρχισε να κολυμβά• αυτή δε καταπλαγείσα, διά μεν της αριστεράς εκρατήθη από το κέρατον διά να μη ολισθήση και πέση, διά δε της άλλης εκράτει τον πέπλον της, τον οποίον εφούσκωνεν ο άνεμος.

Εις μίαν γωνίαν της φωλεάς του αετού παρετήρησεν ο Ρούντυ, ότι μέγας και πολύς εκάθητο ο αετιδεύς, ο οποίος ακόμη δεν είχε ξεπετάξει. Ο Ρούντυ προσήλωσε τα μάτια του επάνω του, εκρατήθη με όλην του την δύναμιν με το ένα χέρι, και με το άλλο έρριψε τον βρόχον περί τον νεαρόν αετιδέα· ήτο πιασμένος ζωντανός!

Πλην εκείνοι ησθάνθησαν το βάρος και ήρχισαν να τραβούν. Ο Στάθης ανέπεμψεν ένθερμον, εσχάτην προσευχήν αγωνίας, εκρατήθη με τρεμούσας χείρας από το σχοινίον, και αφέθη εις το κενόν. Εταλαντεύετο σφοδρώς. Ο άνεμος είχε δυναμώσει. Εκτύπησε δύο ή τρεις φοράς την κεφαλήν, τους ώμους και τους πόδας εις τον βράχον. Όταν έφθασεν εις το ύψος του βράχου, είχε ξεπιάσει ήδη τας χείρας από το σχοινίον.

Και του έδειξε πολλούς των ανθρώπων εκείνων οι οποίοι έκυπτον από τα κιονόκρανα και με σχοινία έσυρον πελώρια κάνιστρα, γεμάτα κρέατα, οπωρικά, λαχανικά, αντιλόπας και πελαργούς πλατείς αργυρόχρους ιχθύς, σταφυλάς, υδροπέπονας και ριπίδια στημένα εις πυραμίδας. Ο Αΰλος δεν εκρατήθη, ώρμησεν εις το μαγειρείον, παρασυρόμενος από την βουλιμίαν εκείνην η οποία κατέπληττε τον κόσμον.