United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε βεβαιώ, θα ήτο εντροπή μου, Σωκράτη μου, άλλους μεν να εκπαιδεύω εις αυτά τα ίδια και να έχω την αξίωσιν δι' αυτά να λαμβάνω χρήματα, τόρα όμως που ερωτώμαι ο ίδιος από σε να μη σε συγχωρώ και να μη σου απαντώ μειλιχίως. Σωκράτης. Πολύ καλά ομιλείς.

Διότι δεν πρέπει, εάν εκείνοι έγιναν μανιώδεις από την ακολασίαν των ηδονών, να γίνωμεν και ημείς τοιούτοι από την έξαψίν μας. Λοιπόν ας αποτείνωμεν το εξής προοίμιον χωρίς θυμόν εις τους έχοντας ούτω πως διεφθαρμένην την διάνοιάν των, και ας τους ειπούμεν μειλιχίως καταπνίγοντες τον θυμόν μας ως να συνδιαλεγώμεθα με κανένα από αυτούς: Παιδί μου, συ είσαι νέος.

Και, πού θέλεις να σταθώ εγώ τώρα; απολαμβάνει ο ταλαίπωρος Παρδαλός, μη βλέπων τόπον κενόν προ του κατόπτρου. — Έλα, μη μουρμουρίζης, απαντά μειλιχίως ελέγχουσα η κυρία, περιπόρφυρος εκ του ματαίου κόπου, ον καταβάλλουσιν οι χονδροί αυτής βραχίονες, ανακαμπτόμενοι όπισθεν της κεφαλής της. Δέσε μου μία στιγμή εδώ αυτό το βελουδάκι, και σου αφίνω όλον τον τόπον ελεύθερον.

Αν όμως κανείς από ημάς κατακρίνη τίποτε από τους νόμους της πατρίδος ενός εκάστου από ημάς, επειδή επιθυμεί να εννοήση ποίον είναι το αληθές και το ωφελιμώτερον, ας μη θυμώνωμεν, αλλά ας ακούωμεν ο είς τον άλλον μειλιχίως. Πολύ ορθά το είπες, Αθηναίε Ξένε, και πρέπει να συμμορφωθούμεν. Και βέβαια, καλέ Κλεινία, διότι δεν θα ήρμοζε εις τόσον ηλικιωμένους άνδρας το τοιούτον. Βέβαια όχι.

Η Κυρά Λοξή ησθάνθη το αίμα αναβαίνον εις την κεφαλήν της, αλλ' εκρατήθη και, χωρίς να στραφή προς την μαγείρισσαν, απηύθυνε μειλιχίως τον λόγον προς τον ιατρόν: — Δεν θα κάμης αυτό το άδικον, ιατρέ μου, εις ανθρώπους που έκαμαν τόσον ταξείδι μόνον και μόνον να σε ιδούν. Δεν θα σου πάρη πολλήν ώραν. Να, μόνον να τον ιδής θα καταλάβης τι έχει. Σε παρακαλώ, ιατρέ μου! Ο ιατρός εφαίνετο μαλαχθείς.

Και ίνα καθησυχάση την παραπονουμένην δικαίως γυναίκα, προσέθηκε μειλιχίως, θέλουσα να μειδιάση τάχα μ' εκείνο το ξηρόν πρόσωπόν της: — Πού να θυμηθώ! Έχεις ένα σουρό βασιλόπηττες! — Τι θα πη ένα σουρό! έλεγεν η ξένη γυνή, φυσώσα επί του τελευταίου ταψίου, ως να ήτο τάχα αναμμένον και ήθελε να το σβύση.

Εις την απαίτησιν της μοναχής αντιπροέβαλεν η Αϊμά άλλην απαίτησιν: — Θα μοι είπης λοιπόν, κόρη μου; επανέλαβε μειλιχίως η ηγουμένη. — Θα μοι είπητε, μήτερ μου, απήντησεν αίφνης η Αϊμά, διατί με κρατείτε κλεισμένην εις το κελλίον τούτο; Η ηγουμένη, αν και ώφειλε να περιμένη τοιαύτην ερώτησιν, ουχ ήττον εθορυβήθη. Αλλ' η αμηχανία της στιγμάς μόνον ολίγας διήρκεσεν. Είτα αναλαβούσα είπεν·