United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επέστρεψε το αίματα μάγουλα σου; — δεν αργούν να κατακκοκινίσουν. 'Σ το μοναστήρι πήγαινε· κ' εγώ απ' άλλον δρόμον εκεί πηγαίνω, επειδή θα ενταμώσω κάποιον, που θα μου δώση μυστικά σχοινιά, διά ν' αναίβη εις την φωληάν ενός πουλιού ο αγαπητικός σου όταν νυκτώση. — Πήγαινε. — 'Πάγω κ' εγώ να φάγω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! με την ώραν την καλήν, χρυσή μου παραμάνα. Το κελλίον του Λαυρεντίου.

Ας ήμουν η γαλήνη σου, ο ύπνος σου ας ήμουν, τόσον γλυκά ν' αναπαυθώ. — Εις το κελλί πηγαίνω αμέσως, τον πνευματικόν πατέρα μου να εύρω, την ευτυχίαν μου να 'πώ κ' ευχήν να του ζητήσω. Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Με χαμογέλοια η Αυγή τα πλουμιστά της μάτια τα στρέφει προς την σκυθρωπήν την Νύκτα, και χαράζει τα νέφη της Ανατολής με φωτερά χαράκια.

Τέλος έφθασαν εις τον πυλώνα όπου ήτο το κελλίον του πυλωρού. Ο ψευδής Μάχτος έβαλε την νέαν να καθίση επί τινος πεζούλας, όπισθεν της κατοικίας του πυλωρού, αυτός δ' έκρουσε την θύραν του κελλίου. Παρήλθε χρόνος τις μέχρις ου ο μπάρμπα Φούρβης, ο μεμψίμοιρος ούτος άνθρωπος, όστις παρεπονείτο προκειμένου περί παντός, ακούση και απαντήση εις την πρόσκλησιν του κρούοντος.

Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Την πέμπτην; Μάλλον γρήγορα μου φαίνεται; ΠΑΡΗΣ Το θέλει ο πενθερός· κ' η βία του μου έρχεται κ' εμένα. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Και ούτε την διάθεσιν της νέας δεν την 'ξεύρεις. Το πράγμα δεν μου φαίνεται σωστόν, και δεν μ' αρέσει. ΠΑΡΗΣ Δεν παύει ακατάπαυστα να κλαίη τον Τυβάλτην, και δεν της είπα δι αυτό πολλά περί αγάπης.

Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηγέρθη, έλαβε την ράβδον του, τον τορβάν και το κιλίμι και μετέβη εις το κελλίον του πατρός Αζαρία.

Επί δεκαπέντε ημέρας ήρχετο ανά πάσαν πρωίαν ο νέος μοναχός εις το κελλίον της Ιωάννας, όπου συνεργάζετο μετ' αυτής μέχρι της εσπέρας.

Του οποίου, βλουημένε, δεν μπορώ να καταλάβω τι έγεινεν ο καϋμένος. Θεός σχωρέσ' τονε! . . . Εθλίβη ο γέρων ποιμήν διά την απώλειαν των τροφίμων, διότι είχε δύο ημέρας νήστις, μετά των δύο υπηρετών του, αλλ' εθλίβη περισσότερον διά τον απολεσθέντα νεαρόν κυβερνήτην της σκαμπαβίας, τον οποίον πολλάκις εξένισεν εις το πτωχικόν του κελλίον ποδισμένον από «παρακαιρόν».

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! εύρς μου τον! Δόσε του αυτό το δακτυλίδι· 'πέ του να έλθη να με ιδή, να μ' αποχαιρετήση. Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Έλα, Ρωμαίε. Άνθρωπε της δυστυχίας, έλα. Η λύπη ερωτεύθηκε, κακότυχε, μαζή σου, και έγεινεν η συμφορά γυναίκα σου.

Παρετήρησεν ο ερημίτης· και προσεκάλεσε τον ξένον εις το κελλίον, όπως θερμανθή και φορέση υποδήματα, διότι έβλεπεν αυτόν τρέμοντα από του ψύχους. — Θ' αρθή αύριο καμμιά βάρκα, γέροντα; Ηρώτησεν ο κυρ-Δημάκης εισερχόμενος εις τι μικρόν κελλίον. — Θ' αρθή τέκνον μου, θ' αρθή. Έχε υπομονήν. Ησύχασε τώρα, και κατόπιν έλα εις την εκκλησίαν. Είπεν ο ερημίτης και απήλθε. — Λοιπόν θ' αρθή αύριο βάρκα!

Χειρότερον φαρμάκι τούτο είναι, εις τον βρωμόκοσμον αυτόν πλειότερον σκοτόνει, από αυτό, που να πωλής ο Νόμος σ' εμποδίζει. Εγώ φαρμάκι σου πωλώ, κι’ όχι εσύ εμένα! Ώρα καλή. Αγόρασε ψωμί να κάμης σάρκα. — Έλα εσύ, ω ιατρικόν, όχι φαρμάκι· έλα· εκεί, στης Ιουλιέτας μου τον τάφον θα σε πάρω! Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου. ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ, εισερχόμενος. Ω άγιε καλόγηρε, ω αδελφέ, πού είσαι;