Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Τι είν' αυτό που 'πρόβαλε, 'σάν τέκνον βασιλέως, και του στολίζει ο χρυσός της βασιλείας κύκλος το βρεφικόν του μέτωπον: ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Σιώπα κι' άκουέ το! ΤΟ Γ' ΦΑΣΜΑ Έχε ανδρείαν λέοντος και μη φοβού κανένα. Συνωμοσίαν μη ψηφάς, ή γογγυσμούς, ή στάσιν! ο Μάκβεθ δεν θα νικηθή, εκτός εάν κινήση 'ς την Δουνσινάνην ν' αναιβή το δάσος της Βερνάμης!
Το σκοτάδι είχε αρχίσει να ξαπλώνη τα μαύρα του φτερά στη γη και στον συννεφιασμένον ουρανό, και οι γυναίκες με το νερό ανέβαιναν τον ανήφορο, βλέποντας όχι πλειο με τα μάτια, αλλά με τον νου, γιατί κάθε μια από τες γυναίκες εκείνες, που πήγαιναν η μια πίσω από την άλλη, σαν άλυσος, είχεν αναιβή και καταιβή χιλιάδες βολές εκείνον το στενόδρομο.
Κι’ αυτή του απολογήθηκε, μ’ απελπισιά μεγάλη: — Πίσω από κείνο το βουνό, πούναι ψηλό και μέγα, Πώχει τα σύννεφα κορφή και μέση τα λαγκάδια, Και ρίζα του της θάλασσας, τ’ απάτητα θεμέλια, Στέκει περίφανο, βαρύ, άλλο βουνό μεγάλο, Και πίσω πάλιν απ’ αυτό άλλο βουνό προβάλλει, Κι’ αυτό τρανό κι’ υπέρψηλο, κι’ αυτό πολύ μεγάλο, Και πίσω πάλι κι’ απ’ αυτό άλλο και πάλιν άλλο, Βουνά σαράντα στη γραμμή, συνεφοσκεπασμένα, Και στο βουνό τ’ ακριανόν, όπου είναι απ’ όλα πίσω, Είν’ ένα σπήλιο απάτητο σ’ έναν γκρεμό μεγάλον Οπού είναι παραδύσκολο σ’ ανθρώπινο ποδάρι Να σκαρφαλώση, ν’ αναιβή και μέσα να πατήση.
Αυτά 'πε κ' ύπνον έχυσεν εις τα ματόφυλλά του, και πάλ' η ασύγκριτη θεά 'ς τον Όλυμπον ανέβη. 55 Και ο ύπνος ως τον έπιανε και του 'λυε τα μέλη και ταις φροντίδαις, η χρηστή γυναίκα του εξυπνούσε κ' εκάθισε και δάκρυζε 'ς την μαλακή της κλίνη· και αφού 'ς τους θρήνους χόρτασε την θλιβερή καρδιά της, 'ς την Άρτεμιν η ασύγκριτη γυναίκα ευχήθη πρώτα· 60 «Αγία κόρη του Διός, Άρτεμις, άμποτ' ήδη το στήθος μου τοξεύοντας να μ' έσβυνες αμέσως, ή ας μ' άρπαζεν ανεμική και ας μ' έσερνε μαζή της 'ς τ' ανήλια περάματα και να με φέρη πέρα 'ς του οπισθορμήτου Ωκεανού το στόμα να με ρίξη. 65 και ως σήκωσαν η ανεμικαίς ταις κόραις του Πανδάρου,— ταις ωρφανεύσαν οι θεοί, και αφού 'ς το σπίτι εμείναν έρημαις, βρεφοκόμησεν αυταίς η Αφροδίτη, και με τυρί ταις έτρεφε, κρασί γλυκό, και μέλι. η Ήρα ταις εχάρισεν, ως εις θνητήν καμμίαν, 70 γνώσι και κάλλη, ανάστημα η Άρτεμις η αγία, κ' έργα να εργάζωνται λαμπρά ταις δίδαξεν η Αθήνη· και ως ν' αναιβή 'ς τον Όλυμπον η Αφροδίτ' η θεία, των κορασίδων την χαρά του γάμου να ζητήση από τον Δία βροντητή, 'που, των απάντων γνώστης, 75 την μοίρα και την αμοιριά κάθε θνητού γνωρίζει, ταις κόραις σήκωσαν ευθύς η άρπυιαις και ταις δώσαν των Εριννύων των φρικτών να ταις περιποιούνται,— όμοια κ' εμέ ν' αφάνιζαν οι κάτοικοι του Ολύμπου ή και ας μ' εκτύπ' η Άρτεμις, όπως τον Οδυσσέα 80 'ς τον νου θωρώντας καταιβώ 'ς τον μισημένον Άδη, να μην ευφράνω την ψυχήν ανθρώπου κατωτέρου. αλλ' ο θλιμμένος δύναται την λύπη να υπομένη αν ολημέρα οδύρεται, και οπόταν φθάν' η νύκτα τον πάρ' ο ύπνος, ότι αυτός, 'ς τα βλέφαρ' άμα πέση, 85 και τα καλά και τα κακά 'ς την λησμονιά βυθίζει. αλλά 'ς εμέ και ονείρατα κακά μου στέλν' η μοίρα. και τούτην πάλι την νυκτιά 'ς το πλάγι μου τον είχα, ως ήταν ότ' εκίνησε με τον στρατόν, κ' εχάρην όψιν ότ' είδ' αληθινήν, όχι όνειρον, εμπρός μου». 90
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν