United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


τα κρύα τα χείλη μου στέκεται τώρα Σκύψε και πιέ τηνε μ' ένα φιλί.» »Λαμπέτη, χόρτασε τη δύναμή μου. Μέσατα στήθια σου θέλω ναυρώ Στερνό λημέρι μου, θέλω η πνοή μου Ναυρήτα σπλάχνα σου τον ουρανό.» »Μόχτα κ' επλάκωσαν σαν άγριοι σκύλοι Για το κεφάλι μου... τι καρτερείς;... Φορτώσου τάρματα, το καρυοφύλλι, Κόψε με γρήγορα... μη μ' αρνηθής

Έτσι είπε, και τον άκουσαν κι' όχι κανείς δεν είπε. Και χέρι χέρι ετοίμασαν δείπνο ο καθείς και πήραν 55 να φάνε, δίχως τίποτα π' ορέγουνταν να λείπει. Κι' αφού τους χόρτασε η καρδιά καλά το φαγοπότι, σκορπούν, και στην καλύβα του πάει ο καθείς να γύρει.

Μα πια το κλάμα ο θεϊκός σα χόρτασε Αχιλέας, 513 τότες σηκωθή οχ το θρονί, και σήκωσε απ' το χέρι 515 το γέρο — τ' άσπρα του μαλλιά πονώντας, τ' άσπρα γένιακαι με φωνή ήμερη του λέει διο φτερωμένα λόγια «Α δόλιε, ναι πολλά η ψυχή σούπιε πικρά φαρμάκια!

Και με χαρά τα ξέταζε στα χέρια· και σαν τάδε και χόρτασε πια του θεού τα ζηλεμένα δώρα, εφτύς γυρνάει της μάννας του και της μιλάει διο λόγια 29 «Μάννα, ο θεός μού χάρισε σαν όπλα που τεριάζει νάναι η δουλιά απ' αθάνατο, κι' όχι απ' αθρώπου, χέρι. Και θαν ταν βάλω τώρα εγώ.

Μονάχα μια μικροπρόσωπη μια καστανομάτα νιοπαντρεμμένη, η Νίτσα, πούχε παντρευτή εδώ και τρεις μήνες και πήρε ένα όμορφο παλληκάρι, που την μια βραδιά την χόρτασε φιλιά κι αγάπη, και την άλλη ξενητεύθηκε για τα ξένα, και πήγε για να πουλάη σαρδέλλες και ρίζι μακριά, πολύ μακριά στης Πόλης τα σοκάκια, γύριζε αχνή και λυπημένη.

Σ' τον Αηγιάννη . . . . Και όμως όλα αυτά παρήλθον, έπαυσαν διά να μη ξαναρχίσουν πλέον. Τα νυμφικά της δεν τα 'καλοφόρεσε, δεν τα χόρτασε. Αχ και χορταίνονται ποτέ; Αράχνιασαν κλεισμένατο μεγάλο εκείνο σεντούκι, το μακρύ σεντούκι. Δεν εβαστούσεν η ψυχή της να τα βγάλη, να τα ξετινάξη, να τ' απλώσητον ήλιο τ' Αιγιαννιού, 'ς το λιτρόπι, να ηλιασθούν, να αερισθούν.