United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όντας εμπήκαμε στο καϊκάκι κ' ετράβηξε τα κουπιά του κατά τα Γιάννινα ο γέρος καϊξής μας, σα νάκλειε με μαλαματένιο κλειδί μέσα σε διαμαντένιο σεντούκι όλες εκείνες μας τες εντύπωσες από τ' ωραίο πανηγύρι μας είπε: — Σα σήμερα το βράδυ, μωρέ παιδιά, μώλεγεν ο πατέρας μου, πως καθώς γύρναγαν οι πανηγυρίσιοι στα Γιάννινα της στεριάς κι απέρναγαν από τον πλάτανο τ' Αλήπασα, είδαν απόξω κει το σκοτομό του κλέφτη του Κατσαντώνη και τ' αδερφού του.

Όλη αυτή η ανοιχτόκαρδη γειτονιά δική σας είναι τώρα. Κάθε πόρτα ορθάνοιχτη, κάθε κατώφλι πιασμένο. Από κοντά σας περνώ, και μυρίζετε σα βασιλικός, σαν αξεδίπλωτο μαντιλάκι, ότι βγήκε από μοσκομυρισμένο σεντούκι.

Και επανελάμβανε. «Θα το χάσωΤην τρίτην ημέραν εφόρεσε τα μαύρα, και έχουσα λυτήν την κόμην και αποπάνω μίαν μαύρην μανδήλαν εμοιρολογούσε χωρίς να φάγη, χωρίς να πίη, γονατισμένη προ των καλών φορεμάτων του Νικολάκη, τα οποία έβγαλε από το σεντούκι και άπλωσεν εμπρός της ένα ένα, — σπαραξικάρδιον θέαμα!

Οι γυναίκες, μάννα και νύφη, κάθισαν αντίκρυ σε σεντούκι απάνω, και μας μιλούσαν αυτές από μακριά. Είπα φαγεί, μα έπρεπε να το πω φαγοπότι, ή ποτοφάγι. Επειδή από την πρώτη δαγκαματιά άρχισε και το κέρασμα. Λαμπρό, μπρούσικο Κισαμιώτικο.

Το φεγγάρι ψηλά από το μικρό παράθυρο πάνω από το σεντούκι έριχνε μια ασημένια λωρίδα φωτός που έφτανε μέχρι το ξερακιανό της στήθος και από το άνοιγμα του πουκαμίσου φαινόταν το χρυσό νόμισμα περασμένο στο δερμάτινο κορδόνι που είχε πια μαυρίσει. Ο Τζατσίντο όμως δεν έμεινε ικανοποιημένος.

Ήρθαν και μαύρα χρόνια· Κ' έπρεπε τώρα ο κυνηγόςτα ξένα να γυρέψη Ψωμί για τη γυναίκα του, ψωμί για το παιδί του. Κρεμάει στον τοίχο τ' άρματα και φεύγει, πάειτα ξένα. Μια Κυριακή και μια γιορτή στολίζετ' η Νεράιδα Να πάη κι' αυτήτην εκκλησιά, να βγη καιτο σεργιάνι Κ' εκεί που βγάζει τα χρυσά 'πώνα σεντούκι απ' άλλο Ξανοίγει το μαντήλι της και κάμει πώς το δένει.

Της έπιασε τον ώμο, όπως ο Βαρόνος, κι εκείνη σηκώθηκε και πήγε να πάρει τα χρήματα από το σεντούκι: δυο χαρτονομίσματα των πενήντα λιρετών που τα ψηλάφισε για πολύ, κοιτάζοντάς τα στο φεγγαρόφωτο, ενώ σκεφτόταν ότι για το ταξίδι του Τζατσίντο αρκούσε το ένα. Έτσι το άλλο το έβαλε στη θέση του.

Σ' τον Αηγιάννη . . . . Και όμως όλα αυτά παρήλθον, έπαυσαν διά να μη ξαναρχίσουν πλέον. Τα νυμφικά της δεν τα 'καλοφόρεσε, δεν τα χόρτασε. Αχ και χορταίνονται ποτέ; Αράχνιασαν κλεισμένατο μεγάλο εκείνο σεντούκι, το μακρύ σεντούκι. Δεν εβαστούσεν η ψυχή της να τα βγάλη, να τα ξετινάξη, να τ' απλώσητον ήλιο τ' Αιγιαννιού, 'ς το λιτρόπι, να ηλιασθούν, να αερισθούν.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ένας δολοφόνος, ένα κτήνος, μια λέρα, οπού το εικοστό δεν έχει από το δέκατο του πρώτου σου κυρίου· μία μαϊμού των βασιλέων, ένας κλέφτης του θρόνου και της εξουσίας, 'πώχει πάρη απ' το σεντούκι την ατίμητην κορώναν, και μες την τσέπην του έχωσέ την. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Φθάνει! α! φθάνει! ΑΜΛΕΤΟΣ Από κουρέλια βασιλειάςΕισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ