Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Έπεμψε να κράξη και την θυγατέρα του, διά να ιδή μίαν φιλόσοφον μαϊμού, επειδή και αυτή είχεν αρκετήν σπουδήν εις πολλάς επιστήμας· και όταν ήλθεν έμπροσθέν μας εσκέπασε το πρόσωπόν της, λέγει της ο βασιλεύς· διατί σκεπάζεσαι; εδώ δεν είνε κανείς άνδρας να σε ιδή· απεκρίθη η βασιλοπούλα· εδώ εις την μορφήν της μαϊμούς είνε ένας υιός μεγάλου βασιλέως, τον οποίον ένα πονηρόν Τελώνιον τον μετεμόρφωσεν εις τέτοιον σχήμα.

Το δώρον συνίστατο εις τα ακόλουθα· του έστελνε δηλαδή ο Καλίφης ένα πολυτελές κρεββάτι, του οποίου τα στρώματα και σκεπάσματα ήσαν χρυσοΰφάντα· εξήντα φορέματα χρυσοΰφαντα μεταξωτά· άλλα εξήντα από τα πλέον εκλεκτά σάλια και σόφια της Περσίας και Κίνας· διάφορα ευωδέστατα αρωματικά της Περσίας, τα οποία εις την ευωδίαν υπερέχουσι κάθε άλλο αρωματικόν της οικουμένης· προς τούτοις του έστελνε δέκα λεοντάρια, και δέκα τίγρεις, ήγουν παρδάλεις, τέσσαρα άλογα, τα πλέον εκλεκτά άτια της Αιγύπτου, τέλος πάντων έναν ανθρωπίσκον, ήτοι Νάνον, τζουντζέ, αστείον, μέτωρον και γελωτοποιόν, που ήτον το τέρας της φύσεως εις την θεωρίαν του, εις τα σχήματα και κινήματά του, έχοντας το Μυτιλήνικόν του άλογον παρομοίως μικρότατον· εις τρόπον ώστε ο μεν τζουντζές εις την θεωρίαν του και μικρότητα του σώματος ήτον παρόμοιος με μιαν μαϊμού, το δε άλογόν του δεν ήτον διαφορετικώτερον εις το μέγεθος από μικρό τραγί.

Μα πήγαινε, κατάπεισε τη Χλόη κ' εκείνη τον πατέρα της να μη ζητούνε μεγάλα πράγματα παρά να σου τη δώσουνε γυναίκα. Κ' η Χλόη δίχως άλλο σ' αγαπάει και προτιμάει να κοιμάται μαζί με φτωχό κι όμορφο παρά με πλούσιον άσκημο σαν μαϊμού. Η Μυρτάλη, επειδή δεν έλπιζε ποτέ, ότι ο Δρύαντας θα τα παραδεχτή αυτά, αφού είχε για γαμπρούς πλουσιώτερους, επίστευε πως με τρόπο θ' αρνηθή το γάμο.

ΚΑΛΙΜΠ. Καθώς σου έλεγα, δουλεύω ένα τύραννο· ένα μάγο, που με τη σοφία του μου έκλεψε τούτο το νησί. ΑΡΙΕΛ. Ψέμματα. ΚΑΛΙΜΠ. Εσύ τα λες, μαϊμού αναγελάστρα· εσύ. Να σ' εχαλούσε ο γενναίος μου Κύριος! εγώ δεν λέω ψέμματα. ΣΤΕΦΑΝ. Τρίνκουλε, ανίσως τον πειράξης πάλι στην ομιλία του, μα τούτο το χέρι, σου πετάω κανένα δόντι. ΤΡΙΝΚ. Και τι; εγώ δεν εμίλησα. ΣΤΕΦΑΝ. Σώπαινε, λοιπόν, και φθάνει. Λέγε.

Αλλά καθώς δεν είχαν ιδεί ποτέ μαϊμού να ηξεύρη να γράφη και ούτε επίστευον τοιούτον πράγμα να δοθή, ήθελον σατανικώς να μου βγάλουν το χαρτί από τα χέρια· ο καραβοκύρης όμως με επροστάτευσε, λέγοντάς τους· αφήσατέ την να γράψη και αν μεν λερώση το χαρτί σας υπόσχομαι να την παιδεύσω, αν δε εξεναντίας γράφη καλά, θέλομεν ιδεί ένα θαύμα, ως δεν αμφιβάλλω, διότι εξυπνοτέραν και επιτηδειοτέραν μαϊμού εις την ζωήν μου δεν είδα.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Εσύ, μαϊμού! — Ώ! του Θεού την ευλογίαν νάχης! — Πλην τι θα γείνης, πώς θα ζης χωρίς πατέρα τώρα; Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Α, μάννα, θα τον έκλαιες αν ήτο 'πεθαμένος. Κι' αν δεν τον έκλαιες, αυτό θα ήτο το σημείον ότι πατέρα γρήγορα καινούριον θα μου εύρης. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Πώς φλυαρείς, πολυλογά!

Σ ύ γ κ ρ ι σ ι ς Πες μου, Μώκο, στη ζωή σου, Πώς το νιόθεις το κορμί σου, Ζωντανό κανένα πράμμα, Ή της τέχνης είσαι θιάμα; Αγαπούσα να το ξεύρω, Μόνε πώς να σου το εύρω! Δε μου λεις την απορία; -Φίλος είμαι, τι έχεις χρεία. Πέτρα είσαι; Δες κινιέσαι. Μη είσαι δέντρο; Μόνε ξιέσαι. Όρνιο τάχα; θα πετούσες. Μαϊμού; δε θα μιλούσες. Ερπετό; δεν περπατούσες. Κήτος; θέλα κολυμπούσες.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ένας δολοφόνος, ένα κτήνος, μια λέρα, οπού το εικοστό δεν έχει από το δέκατο του πρώτου σου κυρίου· μία μαϊμού των βασιλέων, ένας κλέφτης του θρόνου και της εξουσίας, 'πώχει πάρη απ' το σεντούκι την ατίμητην κορώναν, και μες την τσέπην του έχωσέ την. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Φθάνει! α! φθάνει! ΑΜΛΕΤΟΣ Από κουρέλια βασιλειάςΕισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ

Σα βαρύ το γάλα, είπα, σαν άρχισα να τραβώ το παλάγκο. Σαν τον ανέβασα ως το μισό το ύψος, βλέπω τη μούρη του ψυχογυιού σου, και μ' εκύτταζε και γελούσε σαν μαϊμού.

Ένα πρωί ακούσαμε όξω στην αυλή τους ήχους ενός οργανέτου κ' επειδή εκείνες τις μέρες ο Σβεν είχε φάει κάτι και μιλούσε και φαινότανε φαιδρός, τονέ ρωτήσαμε αν ήθελε να τονέ φέρουμε στα χέρια όξω να δη τη μαϊμού. Άλλοτε είταν ο Σβεν εκείνος, που έτρεχε πρώτος, όταν ακουγότανε κανένα οργανέτο. Έτρεχε βιαστικός στον μπαμπά και του ζητούσε πεντάρες.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν