United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εβγήκα από το καστέλλι με γνώμην να ξαναγυρίσω ύστερον από καμμίαν ώραν· επεριπάτησα καμπόσον το νησί, και με μεγάλον μου φόβον είδα πολλά ζώα μεγάλα ωσάν τίγρεις εις σχήμα μυρμηγγίων, και εις τον παρουσιασμόν μου δεν ήθελαν να φύγουν· εσυναπάντησα ακόμη και άλλα ζώα άγρια, τα οποία εφαίνονταν πως να με εσέβονταν, με όλον που είχαν μίαν μορφήν πολλά θηριώδη, που επροξενούσε φόβον και τρόμον.

Δεν επίστευες πως ήσαν νερό εκείνα παρά θηρία ανήμερα, λύκοι και λέοντες και τίγρεις και ύαινες, αρκούδες ασπρομάλλες, που κοπάδια πεινασμένα έβγαιναν από τα σκοτεινά ουρανοθέμελα και ωρμούσαν, κατάρα του πελάγου και πικρή χολή στο άμοιρο καράβι μας.

Εκεί εκεί να κάθωμαι μακράν της κοινωνίας με άρκτους μαύρας και λευκάς και τίγρεις Υρκανίας, τρελλούς να πλέκω κάποτε και μανιώδεις έρωτας με κροταλίας θηλυκούς κι' αγρίους ρινοκέρωτας, και τεντωμένος αφελώς 'στου λέοντος την χαίτην να γράφω περισπούδαστον κοινωνικήν μελέτην. Εκεί να κάθωμαι μακράν των μόχθων των μυρίων και τώρα νάμαι άνθρωπος και ύστερα θηρίον.

Και αυτό το πλήθος έμεινε κατάπληκτον, όταν είδε τας κιγκλίδας να ανοίγωνται εκ νέου. Τότε ερρίφθησαν θηρία ποικιλώτατα· τίγρεις του Ευφράτου, πάνθηρες της Νουμηδίας, άρκτοι, λύκοι, ύαιναι και θώες. Το στάδιον ολόκληρον κατεπλημμύρησεν από αεικίνητον κύμα δερμάτων ποικιλοχρώμων ή ξανθοχρόων. Εδημιουργήθη κυκεών, όπου οφθαλμός δεν διέκρινε πλέον παρά μίαν φοβεράν και αεικίνητον δίνην ράχεων θηρίων.

Τότες όλοι της συντροφιάς εστοχάσθηκαν ότι θα έβγουν εις αυτό το νησί διά να εβγάλωμεν από τα πηγάδια αν είνε τρόπος μαργαριτάρια· και ούτω συμφώνως εγυρίσαμεν εις αυτό το νησί· και με το να ήμασθεν όλοι συντροφιά εις πολλήν αριθμόν δεν μας έκαμαν φόβον οι τίγρεις, επειδή αρματωθήκαμε με σαΐτες και σπαθιά διά να διώξωμεν αυτά τα θανατηφόρα ζώα.

Λέοντες και τίγρεις τιθασσευμένοι από επιτηδείους δαμαστάς και χρησιμεύοντες εις τον Νέρωνα ως υποζύγια κτήνη, όταν όμως ήθελε να μιμηθή τον Διόνυσον, ηκολούθουν επί των επομένων αρμάτων. Ινδοί και Άραβες εκράτουν το ζώα ταύτα διά χαλυβδίνων κρίκων καλυπτομένων εντελώς υπό τα άνθη.

Τον είχε στείλη, η μάννα του να ψουνήση και τον επλάκωσεν ένας αμαξάς, που έτρεχε σαν κυνηγημένος λαγός σε στενό δρόμο γεμάτο κόσμο· Ο Γιάννης πέθανε μετά δυο ώρες. Όλοι τον έκλαιαν κι' αναθεμάτιζαν τ' αμάξια και την αστυνομία. Ο νεκροσκόπος μας έλεγε πως έκαμε τον λογαριασμό και πως ανάλογα του πληθυσμού περισσοτέρους ανθρώπους σκοτώνουν οι αμαξάδες εις τας Αθήνας, παρά αι τίγρεις εις τας Ινδίας.

— Α! τα τέρατα! φώναξε ο Αγαθούλης. Τέτοιες φρικαλεότητες σ' ένα λαό, που χορεύει και τραγουδεί! Δε θα μπορέσω να φύγω, όσο το γρηγορώτερο απ' αυτό τον τόπο, όπου μαϊμούδες και τίγρεις παίζουνε μαζί. Είδα αρκούδες στον τόπο μου· ανθρώπους είδα μόνο στο Ελδοράδο. — Για τόνομα του Θεού, κύριε αστυνόμε, στείλε με στη Βενετία, όπου πρέπει να περιμένω τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.

Τι είν' αυτό, που 'κάμετε, σεις,... όχι θυγατέρες, τίγρεις! — Τι κατωρθώσετε κ' αι δύο; — Τον πατέρα, τον γέροντα τον σεβαστόν, που τ' άσπρα του τα γένεια κι' αρκούδαις θα τα έγλειφαν, — ω φρίκη, ω αισχρότης! — εσείς τον ετρελλάνετε! — Αλλά ο αδελφός μου πώς το υπέφερεν αυτό εκείνος, άνδρας, άρχων... και ύστερ' από τόσας του ευεργεσίας; — Όχι, εάν αγγέλους οι θεοί δεν στείλουν να παιδεύσουν τόσον φρικτά εγκλήματα, θα καταντήσουν πλέον οι άνθρωποι να τρώγωνταιτο αναμεταξύ των, 'σάν του πελάγους τέρατα!

Δεν είδα πλέον το καράβι του επιβούλου γέροντος, με το να εμίσευσε πάραυτα. Και τότε άρχισα να στοχάζωμαι τον κίνδυνον, εις τον οποίον πάλιν ευρισκόμουν, φοβούμενος να μη με καταφάγωσιν αι τίγρεις, θηρία τόσον άγρια· μα ο φόβος μου ογλήγορα έπαυσε, με το να εξάνοιξα ένα καράβι μακρόθεν το οποίον βλέποντάς το εχάρηκα κατά πολλά και έλαβα καλήν ελπίδα.