Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Παράμερα τους βλέπουν 1225 Στον ίδιον τον καιρό Σε σιάδι να μουλόνη Λαγόν τρανόν, χοντρό· Κι ως ήταν πεινασμένα Δεν άργησαν στιμή 1230 Να στρίψουν, να χυμήσουν Απάνω του μ' ορμή. Μον θέλοντας το ένα, Το αλλο μερτικό Τελείως να μη πάρη 1235 Να μείνη νηστικό, Με λύσσα συνατά τους Να πιάνουνται αρχινούν, Φριχτή μεγάλη μάχη Πεισματικά κινούν. 1240
Φουρτουνιασμένα, θολά, λασπωμένα κ' ορμητικά σαν πεινασμένα λιοντάρια, κυλούσαν στα βάθη των γκρεμών τα δύο ποτάμια. Από ψηλά, από τα ματωμένα στήθη του Βελουχιού, ακράτητο φουσάτο, έρχουνταν ο Καρπενησιώτης· από μυστικές κι άγνωστες, απ' αθώρητες κ' απάτητες λαγκαδιές, ροβολούσε ο Καστανιάς.
Συ όμως φαίνεσαι ότι μου το έχεις εύρει το φάρμακον της εξόδου· διότι καθώς οδηγούν τα πεινασμένα ζώα με το να σείουν εμπρός των θαλερόν κλάδον ή κανένα καρπόν, έτσι και συ εις εμέ προτείνων λόγους εντός βιβλίων γραμμένους, φαίνεσαι ότι θα με περιφέρης εις όλην την Αττικήν και εις όποιον άλλο μέρος θα ήθελες.
Κι' αλλούθε το Λιοντάρι Στο δρόμον απαντάει, Οπού θροφή κι' εκείνο Πηγαίνοντας ζητάει· Παράμερά τους βλέπουν Στον ίδιον τον καιρό Σε σιάδι να μουλόνη Λαγόν τρανόν, χοντρό· Κι' ως ήταν πεινασμένα Δεν άργησαν στιμή Να στρίψουν, να χυμήσουν Απάνω του μ' ορμή.
Εκεί που έγραφα, συλλογιζόμουνα πως θα της το διαβάσω κ' η ιδέα αυτή σκορπούσε τις χίλιες φαντασιοπληξίες, που έρχουνται απροσκάλεστες και θέλουνε να εμποδίσουνε την πέννα να προχωρήση. Μα όταν τέλειωνε το διάβασμα κ' ερχόμαστε στην τραπεζαρία, γελούσαμε κ' οι δυο αν είχε κρυώσει τα ψάρι και τα παιδιά κακοπλυμένα, ηλιοκαμένα και ξυπόλυτα κάθονταν εκεί και περιμένανε πεινασμένα.
Αν οπόταν παιθαίνη Πονηρός βασιλεύς Έσβυν' η νύκτα έν άστρον, Ήθελον μείνει ολίγα Ουράνια φώτα. Το χέρι οπού προσφέρετε Ως προστασίας σημείον Εις ξένον έθνος, έπνιξε Και πνίγει τους λαούς σας, Πάλαι, και ακόμα. Πόσοι πατέρες δίδουσιν, Όχι ψωμί, φιλήματα 'Σ τα πεινασμένα τέκνα τους, Εν ώ λάμπουν 'ς τα χείλη σας Χρυσά ποτήρια!
Δεν επίστευες πως ήσαν νερό εκείνα παρά θηρία ανήμερα, λύκοι και λέοντες και τίγρεις και ύαινες, αρκούδες ασπρομάλλες, που κοπάδια πεινασμένα έβγαιναν από τα σκοτεινά ουρανοθέμελα και ωρμούσαν, κατάρα του πελάγου και πικρή χολή στο άμοιρο καράβι μας.
ΛΗΡ Εσείς, ξεγυμνωμένοι, εσείς, πτωχοί ελεεινοί, που τ' άσπλαγχνα Στοιχεία σας δέρνουν τώρ' αλύπητα, πώς θα σας προφυλάξουν απ' τον ανεμοστρόβιλον τα τρύπια σας κουρέλια, τα πεινασμένα σας πλευρά, τ' ασκέπαστα κεφάλια; Ω! Δι' αυτά προτίτερα μου έμελλε ολίγον Πιέ το και συ το ιατρικόν, εσύ, Μεγαλειότης, — τα όσα πάσχουν οι πτωχοί και συ δοκίμασέ τα, διά να ρίχνης εις αυτούς τα περισσεύματά σου, και να ιδούν 'ς τον ουρανόν κι' αυτοί δικαιοσύνην!
Πότε τη γαλανόλευκη θα ιδώ να κυματίζη 'Σ το Σούλι και 'ς τον Πίνδο μου, τάστρα 'ψηλά να 'γγίζη Ναρθούμε, 'ς τη σημαία σου να μαζωχτούμε όλοι, Και να κινήσωμε, γλυκειά μανούλα, για τη Πόλι!.. Πεινάς! Ο κόσμος τώμαθε, και όμως τα παιδιά σου Πεθαίνουν ολονένα, Πεθαίνουν...πεινασμένα!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν