United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί μόλις έκαμε να στρίψη προς το ένα μέρος, φώναξε κάποιος πίσω του κι όταν πάλι γύρισε να κοιτάξη προς το άλλο, τον άρπαξε κάποιος στα χέρια, κάποιος που έτρεχε γλήγορα όσο μπορούσε, και πριν μπορέση να συλλογιστή καλά, βρέθηκε μέσα στην τραπεζαρία κ' η μαμά τον πήρε στην αγκαλιά και τον έσφιγγε τόσο, που δεν μπορούσε νανασάνη.

Αλλ' ενεθυμήθην ότι εις Παρισίους μου ωμίλησαν διά την ασυνήθη εκκεντρικότητα των μεσημβρινών, δι' ό και μου ήρκεσε ν' ανταλλάξω ολίγας λέξεις μέ τινας συνδαιτυμόνας, διά να ίδω τους φόβους μους εξαλειφομένους τελείως. Αυτή η τραπεζαρία, η οποία αρχιτεκτονικώς δεν ήτο κακή, εστερείτο κομψότητος.

Για να προκόψη η επιστήμη, για να μάθη χωριανές γλώσσες, τι δεν κάνει ο γλωσσολόγος; Αφίνει το σπιτικό του, ως και στης Τήνος τα ξενοδοχεία πάει να καθήση. Δυο νύχτες με την αράδα κοιμήθηκα λαμπρά στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου, απάνω σ' ένα ξύλινο τραπέζι, μάλιστα απάνω σε δυο, γιατί έχω και μπόι. Μεσημέρι και βράδυ με σερβίριζε ο ξενοδόχος το ξακουστό το τηνιακό το κρέας.

Κι' η πεθερά μου πρέπει να με δη μέσα δω, όπως μου αρέση κι όπως είμαι πάντα· εις την αλήθεια της καθημερινής μου ζωής. Τι αταξία αυτή είν' ωραία. Εσύ φρόντισε το νοικοκυρειό. Την τραπεζαρία. Το πυργάκι απάνω. Εκεί πήγαινε να βάλης τάξι. Δ ώ ρ α. Τέλος πάντων επροτιμούσα να μην ήρχουνταν αυτή η κυρία. Ά ν ν α. Κυρία! Έρχονται.... Σκηνή ΣΤ'. ο Κώστας, η κ. Μεμιδώφ, η Μαρία. Τι καλή που είσθε. Η κ.

Ο Αριστόδημος ήθελε σώνει και καλά να βάλουν στην τραπεζαρία και το άγαλμα της Δόξας. Έτσι θα τόβλεπαν όλοι οι καλεσμένοι και θα τους καθόταν καρφί στα μάτια. — Ηθέλησαν να μας δείξουν τα πλούτη τους· να τους δείξουμε και ημείς τα ιδικά μας. — Μα τώρα θα μας μάθουνε! τούλεγε μαλακά ο Δημητράκης· τη Δόξα μας όλοι την ξέρουν. — Ας την ξεύρουν να την ιδούν πάλι· επίμενε ο Αριστόδημος.

Η ελπίδα να φύγει αυτός γρήγορα για το Νούορο την έκανε καλή και υπομονετική. Έστρωσε το τραπέζι στην τραπεζαρία που ήταν δίπλα, εγκαταλειμμένη και υγρή σαν καντίνα, και άρχισε να τον σερβίρει ζητώντας συγνώμη που δεν μπορούσε να του προσφέρει τίποτα άλλο. «Σ’ αυτό το χωριό πρέπει να ικανοποιείται κανείς με ό, τι βρίσκει…..»

Καλά, καλά, έρχομαι, απεκρίθη ο καθηγητής, και κατέβη εις το ισόγαιον, όπου παρά το μαγειρείον υπήρχε δωμάτιον χρησιμεύον και ως αίθουσα και ως τραπεζαρία. Ο Κ. Πλατέας ήρχισε να τρώγη με όρεξιν, αλλά καθόσον ικανοποιείτο η πείνα του, αι σκέψεις του επανήρχοντο εις τα επεισόδια του σημερινού περιπάτου του.

Ο ηγούμενος διέταξε να περιποιηθούν καλά τους ταξειδιώτας χωρικούς, που έρχουνταν μπλούκια μπλούκια να κονέψουν στο μοναστήρι, κάμνοντας το σταυρό τους, σαν περνούσαν την αυλόπορτα κι αντίκρυζαν τη Μονή, και μεις όλοι, ο κυρ αστυνόμος, ο ηγούμενος, κ' οι πατέρες ανεβήκαμε στην τραπεζαρία.

Κατάλαβαν ότι πεινούσα και με κάλεσαν να περάσω στην τραπεζαρία. Εγώ, θυμάμαι, σηκώθηκα, αλλά ξαναέπεσα στο κάθισμα χτυπώντας το κεφάλι στη ράχη της πολυθρόνας. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Όταν συνήλθα ήμουν στο κρεβάτι, στο σπίτι τους. Η υπηρέτρια μου έφερνε μια κούπα με ζωμό πάνω σε έναν ασημένιο δίσκο και μου μιλούσε με μεγάλο σεβασμό.

Νίφτηκε η γριά νίφτηκε κι' η τσιούπρα, κι' αφού σφουγγίστηκαν, ανέβηκαν στην τραπεζαρία, κάθησαν στην παραστιά, κι' άπλωσαν τα χέρια κατά τη φωτιά για να πυρωθούν, κι' έμειναν έτσι κοντά στη φωτιά, ως που χτύπησε κι' ο δεύτερος ο σήμαντρος. Τότε η γριά, η Μαριανθούλα κι' η υπηρέτρα ξεκίνησαν για την εκκλησιά, αφού έκλεισαν την εξώθυρα.