United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαυτό πια δεν είπε τίποτις ο Αγάς. Σηκώθηκε, τον αγκάλιασε, και πρόσταξε να φέρουν τα νταβούλια. Ύστερ' από λίγη ώρα, ξεκούφαιναν το χωριό νταβούλια και πιστολιές. Είταν το &σουννέτι του Μπραΐμη&. Το τι έγεινε στο έρμο το σπιτικό του Ηλία σαν έμαθαν οι γονιοί του πως τούρκεψε το παιδί τους, και παίρνει του Χασάνη την κόρη, είναι άλλη λυπητερή και μακρινή ιστορία.

Ας είνε καλά ο αδερφός της που τη μάτιασε κει πέρα, και πήγε και τους αγόρασε και τους δυο πρι να τη στείλουν ως το Μισίρι. Κ' έτσι σαν πέρασε η φουρτούνα και κατεβήκαμε στο ρημαγμένο μας το χωριό, μου την έφεραν πάλι πίσω τη Φωτεινή με το στεροπαίδι της. Τανοίξαμε πάλε το σπιτικό μας. Αχ και τι σπιτικό!

Και να μη θέλη να παντρευτή ! με δυο σπίτια πούχει-κι άσε πια το ρουχικό και τ’ασημικό και τα διαμαντικά της μάννας της, σπιτικό παλάτι ολάκερο!

Μια και μονάχη κοπέλλα απόμενε στου Πανάγου τα δέντρα, να μαζώξη ταπομεινάρια, πρι να σημάνη Σπερνός. Δεν είχε και σπιτικό να πολυνοιαστή η λυγερή μας Παραμυθιώτισσα.

Είπε, και σα ναν τούπειθε το νου στα στήθια μέσα, κι' ότι έκανε του παραγιού ναν του τον δώκει δίπλα ναν του τον πάει στα γλήγορα καράβια, να! τρεχάτος ο αδερφός του απ' αντικρύ προφταίνει και του σκούζει «Μενέλα, α μα αδερφούλη μου, τι τους φυλάς τους άντρες; 55 Σ' τόσαξαν τάχα μια χαρά το σπιτικό σου οι Τρώες!

Τόσφιγκε, εφίλειε τις τραγότριχες του τομαριού, και της φαινονταν μαλακές, απαλότατες, σα νάσμιγαν τα μαραμένα της χείλη τ' Αργύρη το χνουδωτό στοματάκι· &Χριστοσανέστη& με τον ίδιον τον Αργύρη της λες κ' έκανε. Πάει με χαρές στο σπιτικό της η μαβρόχηρα.

Πιάνει και κλαίει και λιγάν τα πόδια της και λιγοθυμάει. Και πιάνει και παίρνει αλέφκαντο το πανί, και κρύβει στον κόρφο της τη φλογέρα. Γέρνει μάτα στο χωριό. Γέρνει στο χωριό και πάει στο ρημάδι της. Πάει στο σπιτικό της κι ανοίγει, κλαίοντας την πόρτα. Τηράει, και τι να ιδή! Τον Αργύρη της μέσα.... — Χάι! Ψαρή μ' περπάτα· χάι! οκνιάρη, ντέεεε!...

Και γιατί μαθές να μου πη η στρίγλα εκείνη η γύφτισσα πως θα ταφήσω τακριβό μου το σπιτικό και θα μισέψω στα ξένα, μα πως θα μεταγυρίσω, λέει, πάλε στον τόπο μου, και θάρθω, με πρωτοτάξιδο καράβι που θάχη σύννεφα για πανιά! Κι άξαφνα σα να βούρκωσε η καημένη κ' έκαμνε να φύγη, μα κοντοστάθηκε πάλι και ξαναγύρισε, και μου λέει πως σε καλά χέρια θα πέσω και να μην πολυνοιάζουμαι!

Τι προτιμάς; Να συνοδέψουμε το κορίτσι, να δούμε πού πάει, και τι θα μάθη; ή να μείνουμε και να κρυφοχωθούμε στο μεγάλο το σπιτικό; Τρέμω μην τύχη και μου πης στη μικρούλα να πάμε.

Ανάγκη δεν είταν κι απ' αυτό το σημάδι να καταλάβη ο Μυλόρδος πως βρισκότανε στης Κυρά Μπάρτλεης το σπιτικό, και πως αντίκρυ του είχε τον πατέρα και τη μάννα της πανώριας εκείνης κόρης, που τώρα κι οχτώ χρόνους ταξιδεύοντας ο φίλος του ο Μπάρτλεης στο Κάϊρο, τη μάτιασε στο Παζάρι κι από έναν Αράπη την αγόρασε μικρή μικρή, και την ανάθρεψε μ' ένα και μονάχο σκοπό, να την κάμη συντρόφισσα της αρχοντικιάς του ζωής.