Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Κ' η τροξαλίδα κρυμμένη κάπου, λαλεί το τραγούδι της νυχτόημερα, το μονότονο τραγούδι της, τριτριτριτρι, στο χαλασμό και το θάνατο χαιράμενη: — Φάτεφάτε το ρημάδι, κουτοπόνηροι· σαν αύριο χαθή πού θα πάτε να ζήστε· πού θα πάτε; — Σ' άλλο ρημάδι! σ'άλλο ρημάδι!... Ίδια στο απέραντο χτήμα, ίδια στο πλατύχωρο παλάτι του ο Χαγάνος.

Ο Παπα- Δαυλής πάει να λειτουργήση απάνω στον Προφήτη-Ηλία με τους πιστούς, και αρχίζει τη λειτουργία μισοδρομής, απάνω στο γάιδαρο. Τα ξέρεις δα! «Ευλογητός ο Θεός...» και τσινάει το γαϊδούρι, «Ντε... ρημάδι». Κι' όταν φθάση στην εκκλησιά βγάζει τ' Άγια και γελάει ο κόσμος μαζή του. Τα ξέρεις και του αλλουνού του προκομμένου της Αγίας Τριάδος, που τον έκαμα αργό...

Για ταντί! μου λέει άγρια, Το κατάλαβες πως μας έγινες φόρτωμα; Με πήρε το παράπονοΕγώ σας έγινα φόρτωμα; του κάνω. Εγώ; — Εσύ μαθές. Που μπαίνεις εδώ μέσα, σαν να μπαίνης στο ρημάδι σου, κι' ούτε ρωτάς κανένα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλιΣτο βιος μου μέσα μπαίνω. Στου πατέρα μου το βιος, του λέω. Και με κλωτσάς σαν το σκυλί; Εμένανε κλωτσάς;

Ξάφνω το δάσος γέλασε και μ' άνθη έχει γεμίσει· ήταν μονάχα μιαν αυγή που λάλησαν τ' αηδόνια κι έχει μονάχα μιαν αυγή το κύμα αργοφλοισβίσει· και είναι οι χαρές που ζήσανε μια αυγή που ζουν αιώνια, και είναι οι χαρές που πάντα ζουν στου πόνου μας τα βάθη και είναι οι χαρέςάχ το άφαντο πανί μακριά που εχάθη! Έλαμψε κι είχε πύργος γίνει έξαφνα το άχαρο ρημάδι.

Τράβηξε τον ανήφορο, γύρισε το σοκάκι, άφησε δεξιά του την εκκλησιά, πήρε το δρόμο ίσια, με τρεκλίσματα και βόλτες. Έφτασε κοντά στην παληά δημαρχία. Δίπλα σε μια μάντρα ήτανε ένα γκρεμισμένο ρημάδι. Χρόνια και χρόνια αποθήκη με σανά. Χτύπησε την πόρτα με τα χέρια του. — Μοσχαδώ· άνοιξε, Μοσχαδώ. Ούτε φωνή, ούτε ακρόασι. Η βραχνιασμένη φωνή αντήχησε άγρια μέσα στο σκοτάδι. Το σοκάκι ήτανε έρημο.

Να μου φέρης τους παράδες που μούφαγες, γιατί θα σου βγάλω το ρημάδι σου στο σφυρί...»· Κ' έφυγε. Μούρθε ζάλη. κ' έχασα τον κόσμο, πήγα να σωριαστώ κάτω. «Εγώ σούφαγα παράδες;..» πήγα να του πω. Δεν μπόρεσα. Μου πιάστηκε η φωνή. Με πήρανε και με πήγανε στο σπίτι... Την περασμένη Κυριακή μούβγαλε το σπίτι στο σφυρί. Στους δρόμους μας πέταξε, να πεθάνωμε... Το παράπονο τον έπνιγε.

Πιάνει και κλαίει και λιγάν τα πόδια της και λιγοθυμάει. Και πιάνει και παίρνει αλέφκαντο το πανί, και κρύβει στον κόρφο της τη φλογέρα. Γέρνει μάτα στο χωριό. Γέρνει στο χωριό και πάει στο ρημάδι της. Πάει στο σπιτικό της κι ανοίγει, κλαίοντας την πόρτα. Τηράει, και τι να ιδή! Τον Αργύρη της μέσα.... — Χάι! Ψαρή μ' περπάτα· χάι! οκνιάρη, ντέεεε!...

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν