United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγνώριζε καλώς ότι ο Φλεβάρης δεν ηυχαριστείτο καθόλου να βλέπη τον Ασπρίλην, διότι ευθύς ενθυμείτο εποχήν, κατά την οποίαν έπαθεν ό,τι ο Ήφαιστος από τον Άρην, ήτο δε βέβαιον ότι ήθελε μεγάλως ευχαριστηθή αν απεπέμπετο καθ' ολοκληρίαν της συντροφιάς των. — Α! δε 'μπορεί, είπε δώδεκα κ' η βάρκα γέρνει ούτ' ένας 'λιγώτερος ούτε περισσότερος. . . Αλλά 'μπορούμε να του κάνωμε έν' άλλο. — Σαν τι;

Και δεν το νοιώθω, και δεν το ξέρω τάχα πως δε μ' αγαπά; Όταν έρχεται και της πιάνω το χέρι, μόλις μου σφίγγει το χέρι. Όταν την απαντώ στη σκάλα, μια ματιά μόλις και φέβγει. Ναι, βέβαια ξέρει και γέρνει στο στήθος μου απάνω το χρυσό της το κεφαλάκι, όταν είμαστε κ' οι δυο μας ολομόναχοι τη νύχτα στην κάμερή της, όταν την έχω και τη βαστώ και τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, όταν είναι δική μου.

Κι όλον το κόσμο αρώτησε, κ' όλος ο κόσμος του είπε: Να φάη τα Μήλα τα Χρυσά να ξαναγειάνη πάλι. Χτυπούν τ' αδέρφια τάλογα και χάνονται 'ςτόν κάμπο. Φέρνουν τα Μήλα τα Χρυσά. Τα παίρνει ο παντρεμμένος Καββαλλακεύει τάλογο και γέρνει 'ςτήν καλή του. Μήνες μονάχα επέρασαν.

Ω φίλε, ποιο είναι το κρυφό, το ωραίο κρυφό που φέρνει καρδιά προς την καρδιά, και τη δική σου ολόβαθα σ' εμέ τη νιώθω γέρνει όσο ποτέ καμιά; Πως δε διψά κάθε ψυχή μια τέτοια αγάπη, αλήθεια δε λέει όποιος το πει· μη κιόλα είν' άλλο τι η ζωή παρότι ζη στα στήθια κι ό τι πεθαίνει εκεί;

Εισέρχεται ένας ΒΑΣΙΛΕΑΣ και μία ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ και ερωτικώς αγκαλιάζονται· αυτή γονατίζει και με τα σχήματα του φανερόνει την αγάπην της· εκείνος την σηκόνει και γέρνει την κεφαλήν εις τον λαιμόν της· πλαγιάζει επάνω εις ένα ανθοστόλιστο κάθισμα· αυτή, άμα τον είδε αποκοιμημένον, τον αφίνει.

Σήκω τώρα να πηγαίνουμε. Θα είνε παρά πάνω από δέκα η ώρα . . . Το φεγγάρι όσο πάει και γέρνει εκεί κάτω, και θα τα βρούμε σκούρα στον κατήφορον, ανάμεσα στα ρέμματα και στον ελαιώνα. Πάμε, μπάρμπ’-Αλέξανδρε. Εσηκώθη κ' εφόρτωσε τα πράγματα εις το ζώον. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν ανεζήτει το ψάθινο καπέλλο του, και δεν ενθυμείτο πού το είχε πετάξει. Εγώ είχα φορέσει το υπόδημά μου.

Αν πάσχη μόνος του κανείς, πονεί διπλά ο νους του, ενώ θυμάται τ' αγαθά της παλαιάς ζωής του. Αλλά το βάρος της ψυχής πολύ ολιγοστεύει, αν έχη η λύπη συντροφιάν κ' ο πόνος έχη ταίρι. Πόσον κ' εγώ υποφερτήν την συμφοράν μου βλέπω, αφού ελύγισε τον Ληρ εκείνο που με γέρνει! Αυτός απέκτησε παιδιά, είχα κ' εγώ πατέρα!

ΓΛΟΣΤ. Εκεί πέρα είν' ένας βράχος υψηλός, που γέρνει το κεφάλι και βλέπει κάτω χαμηλά το πέλαγος με φρίκην. Εκεί, 'ς την άκρη του κρημνού να μ' οδηγήσης θέλω, κ' εγώ την δυστυχίαν σου θα σου την ελαφρώσω με χάρισμα βαρύτιμον που έχω να σου δώσω. Δεν μου χρειάζετ' οδηγός, όταν εκεί με φέρης. ΕΔΓΑΡ Δος μου το χέρι. Ο τρελλός εκεί θα σ' οδηγήση. Έξωθεν του μεγάρου του δουκός της Αλβανίας.

Τον ελαβώσανε... 'Σ το χώμα γέρνει, Το βόλι εχώνεψε μεςτα πλευρά. Πέφτει ταπίστομα σιγά ξεσέρνει Σα φίδι κρύβεται μεςτα κλαριά. Έβοσκε ο θάνατος τα σωθικά του Κ' εκείνος έτρεχεν ολονυχτύς Πατεί, σωριάζεται, σβυέτ' η καρδιά του... Πούσ' Αστραπόγιαννε να τόνε ιδής;...

Άλλους από λιοντάρια σώζω κι' άλλους σφάζω. Γιατί ο Καίσαρ ο Γαλέριος χωρίς εμένα βλαστημά και βαρυαναστενάζει ολοένα, όσο γυναίκα του κι' αν δεν με πέρνει. Γιατί πρέπει κι' αυτό να μάθης. Είνε τσιγκούνης και γέρνει. η πρόστυχη ψυχή του πάντα στον παρά και να στεφανωθή την κόρη λαχταρά κανενός της Ρώμης πατρικίου με μεγάλη προίκα. Όμως στον διάβολο κι' αυτός κι' αυτή και όλη των η κλίκα.