United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλους από λιοντάρια σώζω κι' άλλους σφάζω. Γιατί ο Καίσαρ ο Γαλέριος χωρίς εμένα βλαστημά και βαρυαναστενάζει ολοένα, όσο γυναίκα του κι' αν δεν με πέρνει. Γιατί πρέπει κι' αυτό να μάθης. Είνε τσιγκούνης και γέρνει. η πρόστυχη ψυχή του πάντα στον παρά και να στεφανωθή την κόρη λαχταρά κανενός της Ρώμης πατρικίου με μεγάλη προίκα. Όμως στον διάβολο κι' αυτός κι' αυτή και όλη των η κλίκα.

Και έπειτα: — Βλαστήμα με, ατίμαζέ με, σφακέλωνέ με, ρίχτε μου γάστρες, δείρε με, σκότωσέ με, εγώ δε μανίζω. Νέον είδος πείσματος αυτό να μη θυμώνη. Αλλά και οσάκις εκινδύνευε να εξαντληθή η υπομονή του, παρουσιάζετο η χήρα και τον έπειθε να εξακολουθήση τας προσπαθείας του διά την ωρίμανσιν της αγουρίδας και ενίσχυε τας εξασθενούσας ελπίδας του.

Μιμούμεθα τους γεωργούς, οι οποίοι εφ' όσον μεν τα φυτά είνε μικρά και τρυφερά, τα σκεπάζουν και τα περιφράσσουν διά να μη τα βλάπτουν οι άνεμοι• άμα δε μεστώση το βλάστημα, το κλαδεύουν και το παραδίδουν εις τους ανέμους να το σαλεύουν και το ταράσσουν και ούτω τα κάνουν καρπιμώτερα.

Δε σ' αρώτησα ποτές, αλήθεια! είπε ο Καπετάν Γιάννης, πώς του πρωτοφάνηκε μαθές αυτό το βάσανο; Συγγενάδι σου είνε και στη δούλεψη σου τον είχες. Πώς του κατέβηκε μαθές ετούτη η πετριά; — Βλαστήμα τα! Τι να τα λέμε; είπε κουνώντας το κεφάλι του ο Μιχαληός. Πώς να το πω κ' εγώ δεν ξέρω. Σα με ρωτάς, εμένα δε μου βγαίνει απ' το κεφάλι πως το μεράκι του τον έφαγε. Η αγάπη να πούμε.

Ετρόμαξα στη φωνή και τρέχω πίσω από τους ναύτες χωρίς να καταλάβω την αιτία. Τραβούν εκείνοι στις θέσεις τους· τραβώ κ' εγώ. Πηδούν στους φλόκους· κοντά κ' εγώ. Σκαρφαλώνουν στις σταύρωσες, απάνω κ' εγώ. Σε πέντε λεφτά το μπάρκο έμεινε ξυλάρμενο. Και ο καπετάνιος ορθός εμπρός στην κάμαρή του δεν έπαυε να φωνάζη και να βρίζη και να βλαστημά. Τον κυτάζω· ανάθεμα κ' εκατάλαβα τι έλεγε.

Κ' έχει για καπετάνιο δράκο της θάλασσας· έχει για ναύτη του δράκου τον υγιό· έχει ναυτόπουλο ένα κλαψάρικο παιδί. Κλαίει και μύρεται το ναυτόπουλο· θυμώνειξεθυμώνει ο ναύτης· βλαστημά και μάχεται ο καπετάνιος μεγαλόψυχος. Και το ξύλο λυγερό, λεβέντικο φεύγει και χάνεται απάνω στο νερό, που σηκώνεται πύργος να του φράζη τον δρόμο, που απλώνει πλοκάμια να το σύρη στους βυθούς.