United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς έγινε σεις, που γεννηθήκατε τόσο ήμερος να σκοτώνετε σε δυο λεφτά έναν Εβραίο κι' έναν επίσκοπο! — Ωραία μου Κυνεγόνδη, απάντησεν ο Αγαθούλης, όταν κανείς είναι ερωτευμένος, ζηλιάρης και μαστιγωμένος από τα ιεροδικεία, δε γνωρίζει πια τον εαυτό του! Τότες η γριά έλαβε το λόγο και είπε: Υπάρχουν τρία ανδαλούσια άλογα στο σταύλο με τις σέλλες τους και τα χάμουρά τους.

Και συνάμα τις έδινε, κι αφού τους αγκάλιασε, τους γλυκοφιλούσε. Εκείνοι σαν είδαν ανέλπιστα τόσα λεφτά, αμέσως έδιναν το λόγο τους, ότι θα του δώσουν τη Χλόη για γυναίκα κ' υπόσχονταν πως θα πείσουν και το Λάμωνα.

ΑΜΥΝΙΑΣ Μη με κοροϊδεύης, φίλε, μα το γυιο σου τώρα στείλε, να μου δώση τα λεφτά μου οπού πήρε δανεικά, γιατί βρίσκομαι κακά. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Δηλαδή σαν ποια λεφτά; ΑΜΥΝΙΑΣ Που δανείσθηκεν, αυτά. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Φαίνετ' αλήθεια από πολλά πως δεν θα ήσαι και καλά. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τι γκρινιάζεις, σαν να σ' έχη γάιδαρος ριγμένον χάμου; ΑΜΥΝΙΑΣ Γκρίνια συ το λες αυτό που το χρήμα μου ζητώ;

Λεφτά δεν είχε, ούτε κληρονόμους για να σκαλίσουν τη δουλειά, να βάλουν υποψίες με το νου τους και να μαλλιοτραβηχθούν γύρω απ' τον ξαφνικό θάνατό του.

Πάψε, πάψε για όνομα Θεού! εφώναξε προς τον ιερέα, τραβών τα μαλλιά του εκ φρίκης. Και ητοιμάζετο να εξέλθη της οικίας. — Άκουσε, Δημήτρη· είπεν ο ιερεύς με ύφος συμπαθείας· να δώσης τα λεφτά και να φέρης να σου ρίξω κανένα σαραντάρι για την ψυχή. Ο Δημήτρης δεν ήκουε πλέον κ' εξήλθε της οικίας αλλοφρόνων.

Ναι, εντάξει, τώρα όμως, τον Οκτώβρη, πώς θα περάσετε;» «Δεν ξέρω, δε μου λένε τίποτε.» «Ξέρω ότι η Έστερ γυρίζει ψάχνοντας λεφτά. Θα γυρίζει για πολύ ακόμη, θα της πέσουν και τα τελευταία δόντια και δεν θα έχει βρει. Ξέρω ότι θα ήταν διατεθειμένη ακόμη και να πουλήσει, αλλά όχι σ’ εμένα

Ο ντον Πρέντου τον χτύπησε τόσο δυνατά στην πλάτη που τον έκανε να τιναχτεί μπροστά και το κρασί από τα ποτήρια χύθηκε επάνω του. Σε καλό να του βγει! Σκούπισε τα ρούχα του με το χέρι και ήπιε∙ και με έκπληξη και ικανοποίηση είδε τον Τζατσίντο να βγάζει το πορτοφόλι και να δίνει στον πωλητή ένα χαρτονόμισμα των πενήντα λιρετών. Δόξα να’ χει ο Θεός, αυτό σημαίνει πως το παιδί έχει πράγματι λεφτά.

Πήγε κατ’ ευθείαν στην τοκογλύφο και γέλασε όταν κατάλαβε πως εκείνη δε τον αναγνώρισε αμέσως και τον υποδέχτηκε καλοσυνάτα νομίζοντας πως είναι ξένος, ένας υπηρέτης που τον έστειλε κάποιος κτηματίας για να ζητήσει λεφτά. «Καλίνα, γριά καρακάξα, δε με αναγνωρίζεις; Κι εσύ όμως αδυνάτισες

Το είδες που το παράσερνε η θάλασσα· με πόσα καλά νομίζεις πως ήτανε γεμάτο; και πόσα ρούχα χαθήκανε μονομιάς; και πόσα στολίδια των σκυλιών; και πόσα λεφτά; μπορούσε κανείς ν' αγοράση τούτα εδώ τα χτήματα, αν τα είχεν εκείνα. Για όλ' αυτά θέλουμε να πάρουμε σκλάβο τούτονε τον κακό γιδάρη, που βόσκει τα γίδια ερχάμενος στη θάλασσα σαν ναυτικός. Τέτοια κατηγορία έκαμαν οι Μεθυμνιώτες.

Τα κυττάει και μου λέει: «Ας έχης χάρι, Νικόλα παιδί μου, ούτε διακόσιες δραχμές δεν κάνουνε». Τι να κάνω; Πήρα τις διακόσιες δραχμές και του είπα και σπολλάτη. Και οι δεκάρες δεκάρες κάθε μέρα· έξη δραχμές το μήνα, εβδομηνταδυό δραχμές το χρόνο. Μια μέρα με φωνάζει και μου λέει: «Νικόλα παιδί μου, μου χρειάζονται τα λεφτά.