United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα πρέπει να βγη το ψωμί όπως όπως. Θα πης, και τι να σου κάμη λαός που φορτώνεται πεθαμμένη γραμματική που χρειάζεται ζωή αλάκερη να τη μάθης! Θάμα είναι κι αυτό που σου κάμνει. Θάμα που έχουμε πέντ' έξη νομάτους στη χώρα και μας γράφουν την κορακίστικη δίχως να μας φέρνουν ανέκατο... Τάχα λες πως όλοι θα γίνουμε μια μέρα σαν κι αυτούς τους πέντ' έξι; Σπολλάτη!

Τι λες ; τον ρώτησε ξαφνισμένη από τις άγριες ματιές του η κόρη. — Είνε ασέβεια ο λόγος μου· τα ξέρω· μα ήθελα να τόκανα. Να σκότωνα τον πατέρα για να ζήση το παιδί. Αυτός ο Παρθενώνας μας στέρεψε όλες τις βρύσες της ζωής. — Ενώ μπορούσε να τις πληθύνη. — Μπορούσε, δε λέω τ' όχι. Μα δεν τόκαμε. — Δεν είνε δικό του το σφάλμα. — Σπολλάτη που με φώτισες, είπε με πικρό χαμόγελο.

— «Γιατί αυτό δεν είνε εργοστάσιο, είνε... με συμπάθειο. »Αντί να μου πη και &σπολλάτη&, θύμωσε... «Μωραίνει Κύριος...», βλέπεις. — «Εσύ να κυττάξης τη δουλειά σου», μου λέει »Με πήραν τα μπουρίνια. — «Η δουλειά μου δεν είνε να βαστάω το φανάρι, του λέω. Σα θέλης να το βαστάς του λόγου σου, αλλάζει το πράμμα. »Η αλήθεια είνε πικρή. Έφυγε μουρμουρίζοντας και μούστειλε την εξόφλησί μου να φύγω...

Καθώς κατέβαινε, λέει, στο γιαλό, ασπροντυμένη, την πήρε για νεράιδα και σκιάχτηκε. Δεν περπατούσε, λέει. Του φάνηκε πως περνούσε σιγαλά απάνω στον αέρα, σα φάντασμα. Και την άφησε και πνίγηκε για το σπολλάτη, για τα καλά που είδε. Να όψεται. Είχαν όλοι κατεβασμένα τα μούτρα. Τέτοια συφορά είχε καιρό νακουστή στο νησί. — Η δουλειά σου σένα δεν ήτανε να φέρης τα μαντάτα, είπε ο παπάς.

Ας τον έκαναν μοναχοί τους, γιατί και έτσι να τον έκαναν και να νικούσαν, πάλι θα μας άφηναν αυτά τα ίδια μέρη, και θα τους λέγαμε και σπολλάτη. Ο πόλεμος ήταν περιττό ξόδιασμα χρημάτων και ανθρώπων, αν σκοπός του ήτανε να ευκολύνει τους Βουλγάρους να κάνουν τη Μεγάλη Βουλγαρία του Άγιου Στέφανου.

Σου τα λέγω αυτά, επειδή μπορεί και του λόγου σου νάχης τη ρωμαίικη την πετριά της απελπισιάς. Μου φαίνεται σα να είναι κι αυτή σημάδι της εποχής. Όποιος μας τύχη και μισονοιώση τα χάλια μας, να τραβιέται σε μια γωνιά και να χύνη μπόλικα δάκρυα, αθώρητος, αλάλητος, κι ανάκουστος. Σπολλάτη σου, Πατριώτη, που άλλο δεν κάμνεις παρά να χαλνάς το σηκότι σου.

Τι απ' τους θεούς παινιέται πως ξάστερά 'ναι ανότερος, πιο δυνατός απ' όλους. Για αφτό ότι στέλνει σας, καλό κακό, σπολλάτη πάντα. Να! που και τώρα στεναγμοί τον Άρη καρτερούνε, 110 τι τον πιο λατρεφτό θνητό τού σκότωσαν στη μάχη, το γιο του τον Ασκάλαφο που τόνε λέει δικό του

Τα κυττάει και μου λέει: «Ας έχης χάρι, Νικόλα παιδί μου, ούτε διακόσιες δραχμές δεν κάνουνε». Τι να κάνω; Πήρα τις διακόσιες δραχμές και του είπα και σπολλάτη. Και οι δεκάρες δεκάρες κάθε μέρα· έξη δραχμές το μήνα, εβδομηνταδυό δραχμές το χρόνο. Μια μέρα με φωνάζει και μου λέει: «Νικόλα παιδί μου, μου χρειάζονται τα λεφτά.

Θυμήθηκε τους παλιούς καιρούς που τα δουλικά στόμα είχαν και μιλιά δεν είχαν· που ευχαριστιώνταν σε ό,τι τους έδινες κ' έλεγαν σπολλάτη. Κ' είπε αποδώ κι ομπρός θα προτιμήση να κάνη τις δουλειές μοναχή της· δεν υποφέρεται!... Η γριά όμως που συντρόφευε την Ασημίνα, την καταπράυνε. Δεν άξιζε δα να δίνη και μεγάλη προσοχή στα λόγια του κοριτσιού!

Κ' έτσι μας φορτώνουν αυτοί όλα τα ψεγάδια του Προκοπίου! Σπολλάτη τους, που για να ξηγήσουν και καλά τέτοιο ανώμαλο ζήτημαένας άνθρωπος να παρουσιάζεται με τρεις διαφορετικούς χαραχτήρεςμας χαντάκωσαν όλους μας!