Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Ένα παράθυρο μόνο έκλεισε δυνατά και ο κόσμος άρχισε να σκορπίζη, μουρμουρίζοντας. Δύο κορίτσια πέρασαν μπροστά στο Μαθιό, που σκούπιζε το κούτελο του απ' τα αίματα. — Την είδες την γουστερίτσα πώς έγινε! Και βαστούσαν τα γέλια με κουνήματα και σπρωξίματα. Ξημέρωσε η Κυριακή, μαύρη Κυριακή! — Να όψεται ο αίτιος, που πήρε το κορίτσι στο λαιμό του. Έλεγε ο Παπα-Δημήτρης κάτω στον καφενέ.

Κανένα φαγεί δεν του άρεζε. Σα να μισοθύμωνε και μαζί μου, που του έδειχτα το ενάντιο με την όρεξή μου. Είταν και πατριώτης ο Σιορ Θοδωράκης. Μια φορά, — του Βαγγελισμού, — μου ήρθε να σηκώσω το ποτήρι στο τραπέζι μουρμουρίζοντας ένα στίχο της αθάνατής μας ωδής. Πήγε να χαλάση ο κόσμος!

— «Γιατί αυτό δεν είνε εργοστάσιο, είνε... με συμπάθειο. »Αντί να μου πη και &σπολλάτη&, θύμωσε... «Μωραίνει Κύριος...», βλέπεις. — «Εσύ να κυττάξης τη δουλειά σου», μου λέει »Με πήραν τα μπουρίνια. — «Η δουλειά μου δεν είνε να βαστάω το φανάρι, του λέω. Σα θέλης να το βαστάς του λόγου σου, αλλάζει το πράμμα. »Η αλήθεια είνε πικρή. Έφυγε μουρμουρίζοντας και μούστειλε την εξόφλησί μου να φύγω...

Αποτραβήχτηκαν τα δυο αδέρφια σε παράμερη κώχη, και σαν αγριοκοίταξε δίπλα κατά το χωριό ο Δημήτρης, και μουρμουρίζοντας αντίθεες βλαστημιές έφτυσε στον αέρα, σα νάβλεπε κάποιον εκεί που λόγους δεν είχε να του παραστήση το μίσος του, γυρίζει και λέει του αδερφού του. — Μωρέ Μιχάλη, κοιμάσαι, καημένε! — Πες μου τι τρέχει, και με πέθανες.

Ο παπάς ξεπετάχτηκε αμέσως από τη στρώση του, τράβησε ένα σπίρτο στον τοίχο, άναψε ένα κηρί, που έβγαλε από τον κόρφο του, βγήκε όξω στο πεζούλι της κρεβάτας, μουρμουρίζοντας κάτι προσευχές, νίφτηκε, χτενίστηκε με μια αριά τσατσάρα κι' ύστερα πήρε το ραβδί του, κατέβηκε τη σκάλα και φτάνοντας όξω από τα μαντζάτα φώναξε: — Κυρά! Κυρά! — Όρσε, παπά! Απολογήθηκε η γριά και πετάχτηκε ορθή.

Λάτρα μονάχα θέλει και προσοχή μεγάλη. Εγώ θα ξαναρθώ το βράδυ. Πήρε το καπέλλο του και το μπαστούνι με το κοκκαλένιο χερούλι, χάιδεψε πάλι τον άρρωστό του στις πλάτες, έγνεψε κάτι στον Βαγγέλη, που καθότανε δίπλα του, και φεύγοντας παράγγειλε στις γυναίκες ναδειάσουνε τον τόπο. Εκείνες φύγανε μουρμουρίζοντας κι' αποπίπω τους ο γιατρός.

Σηκώθηκε άξαφνα απάνω. — Καληνύχτα σας! Και τράβηξε κατά την πόρτα. — Πού πας; Παλάβωσες, γέρο; — Πού πάω; Στο σπίτι μου. Πού θες να πάω; — Βρε πέσε, γέρο, ψοφολόγα. — Καληνύχτα σας, είπα! — Ώρα σου καλή. Να μη γυρίσης μονάχα και χτυπάς την πόρτα. Ακούς; — Καληνύχτα, καληνύχτα! Βγήκε στο δρόμο. Ο Σπανός αμπάρωσε την πόρτα, μουρμουρίζοντας. Πού πάει τέτοια ώρα ο θεοσκοτωμένος!

Ένα τσοπανόπουλο δεκατεσσάρων χρόνων απάνω, κάτω, με γυμνά πόδια, με λερές βλαχόκαλτσες, με μιαν άσπρη φλοκατίτσα, μ' ένα σακκούλι κρεμασμένο στον ώμο του, ακουμπώντας στην ψηλή γκλίτσα του, έκλαιε μουρμουρίζοντας αγάλι' αγάλια: — Πάει η.... Ρηνιώ!... πάει.... πάει... η Ρηνιώ!.... Είμαστε στο έβγα του Γενάρη.

Ο Μαθιός τραβήχτηκε μουρμουρίζοντας φοβέρες. Σαν πήγε λίγο μακρύτερα κοντοστάθηκε κ' έβαλε τις φωνές, σαν ντελάλης: — Φταίω γω που σας λυπήθηκα παληοθηλυκά και δε σας τώλεγα καθαρά και ξάστερα. Από ποιόνε περιμένετε γράμματα; Ο γαμπρός σας δεν αδειάζει να σας γράψη... Παντρεύτηκε! Νάταν κι' άλλος. Μια νεκρική σιωπή χύθηκε τριγύρω. Μια φωνή γυναικεία ακούστηκε έπειτα: — Να φας τη γλώσσα σου! Ψεύτη!

ΝΕΑΝΙΣ Κάτι προτήτερ' από με ξεμύτισες, βρε σάπια! εθάρρεψες κληματαριά πως θα τρυγήσης κάποια, την ώρα που 'λειπα εγώ, κ' εβγήκες μουρμουρίζοντας, ν' αρπάξης απ' την αγορά κανένανε γυρίζοντας; Κ' εγώ, σαν κάνης τούτο συ, θα τραγουδήσω πάλι απ' τη μεριά την άλλη. Η μέθοδος και πρόστυχη κι' αστεία νάνε πρέπει, μα φέρνει διασκέδασιεκείνον που τη βλέπει.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν