United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μ’ αυτή την ξυγγοπάνα φκιάνουν ξυγγόκηρο, και τα ξυγγόκηρο αυτό νομίζουν, ότι έχει την ιδιότητα να μη σβύνη από τον δυνατώτερον αγέρα, και χρησιμεύει σ’ εκείνους προπάντων, που πηγαίνουν ν’ ανοίξουν τους θησαυρούς, που βρίσκονται σε υπόγεια ή σε σπηλιές, διότι κάθε άλλο κηρί σβύνεται εκεί μέσα και μόνο το κηρί, που γίνεται από ξυγγοπάνα, βγαλμένη από ζωντανό άνθρωπο δε σβύνει.

Τη στιγμήν αυτή η καρδιά μου ανοίγει Και μαλακόνει σα κηρί, που είταν σκληρή σαν πέτρα, Και γι’ άντρα μου σε δέχομαι και για γλυκό μου ταίρι. Φιλιούνται κι’ αγκαλιάζονται τα δυο τ’ αγαπημένα Και δε χορταίνουν φίλημα κι’ αγάπη δε χορταίνουν.

Εξαδέλφη Μαχούλα, ήρχισα εγώ, χωρίς άλλως ν' απαντήσω εις την φιλόφρονα προσφοράν της, θυμάσαι, τω καιρώ εκείνω, όταν ήμουν εγώ παιδί, που έζωνες με κηρί το ξωκκλήσι της Αγίας Αναστασίας; — Θυμούμαι, απήντησε. — Πες μου, σαν να μη ξέρω, γιατί το έκανες;

Είναι φοβερό ν’ ακούση κανείς, πως γίνεται αυτό το κηρί! Εκείνος, που έχει ανάγκη από τέτοιο κηρί, πηγαίνει και ξεκοιλιάζει έναν άνθρωπο, του αρπάζει την ξυγγοπάνα, που σκεπάζει τα εσωτικά του και φεύγει. Αλλά για να είναι χρήσιμη αυτή η ξυγγοπάνα, πρέπει ο άνθρωπος που την είχε, να είταν ζωντανός την ώρα, που ο φονιάς την τραβούσε από μέσα.

Χωρίς λιβάνι και κηρί, χωρίς παπά και ψάλτη! Ανάθεμά σε ξενητειά, με τα φαρμάκια πώχεις!

Τόσοι Άη-Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει και καρτέρει, που μπορούσαν να φκιάσουν ακέριο μήνα κι' ο Γιάννης της κάκω Μήτραινας δε φαίνονταν! — Τι να είχε γείνει ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας; — Χωρίς άλλο θα έλυωσαν τα κόκκαλά του άβγαλτα κι' ατάραγα, κάτω από το μαύρο μνήμα, χωρίς κηρί, χωρίς λιβάνι, χωρίς τρισάγιο, χωρίς λουλούδια, χωρίς δάκρυα!

Αμέσως η ιδέα αυτή εδέσποσε της φαντασίας μου. Εγνώριζα ότι το θύμα μου είχε την συνήθειαν να μελετά κλινήρες. — Εγνώριζα εξ άλλου ότι το δωμάτιόν της ήτο πνικτικόν και κακώς αερισμένον. Αλλά δεν είναι ανάγκη να σας επιβαρύνω με ανωφελείς λεπτομερείας, ούτε να σας περιγράψω τα εύκολα στρατηγήματα διά των οποίων κατώρθωσα ν' αντικαταστήσω το κηρί του κηροπηγίου με άλλον ιδικόν μου.

Μπορεί να κάμω ως μισήν ώρα, του είπεν ο καπετάν Γεωργάκης· περίμενέ με. Εβάδισε με κόπον, ίσως διότι ήτο αιμωδιασμένος από την καβάλλα. Είτα πάλιν εστράφη προς τον ημιονηλάτην: — Αλήθεια, ξέχασα· φέρε τη λειτουργία, το κηρί, και το λιβάνι, απάνω, στον πάτερ-Γερεμία. Ο άνθρωπος υπήκουσεν.