United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πως; τι θα κάμω; πες το συ κ' εγώ θα το τολμήσω. ΚΡΕΟΥΣΑ Εις την Αθήνα, σαν θα 'ρθη στο σπίτι το δικό μου. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Δεν τώπες ούτε συ καλά, κ' ύστερα λες για μένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Πώς; τάχα εμάντευσες εσύ τ' ήλθε στο νου μου μέσα; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Συ θα περάσης για φονιάς, χωρίς να το σκοτώσης. ΚΡΕΟΥΣΑ Σωστά• λέν' πως η μητρυιές τους προγονούς μισούνε.

Νίκη όμως τρανή θα σου χαρίσω τώρα, αφού δεν έχει οχ τη σφαγή πίσω να πας, και μέσα να πάρει και να σου νιαστεί τα όπλα η ΑντρομάχηΕίπε, και το μαβρόσγουρο κουνάει κεφάλι ο Δίας. Και τέριαξε η αρματωσά στου Έχτορα το σώμα, 210 κι' Άρης φονιάς καταλυτής του μπήκε, και τα μέλη γιόμισαν δύναμη αντοχιά.

Άφησ' τον να τον πάρουν! ανέκραξεν. Είναι φονιάς! Εσκότωσε τον Χαραλάμπη του Μητάκου! Εσκότωσε τον χωριανό μας εμπρός στα μάτια μου! Το δωμάτιον επλήσθη νυκτοφυλάκων, πυροσβεστών και αστυνομικών κλητήρων. Ο Κιαμήλ καρφωμένος εις την θέσιν του, αφήκε να τον δέσουν χωρίς τινος αντιστάσεως, χωρίς συγκινήσεως.

Ο Γκεσούλης έτρεξε στην απελπισμένη φωνή τ' αφέντη του, και τη στιγμή που ο φονιάς άπλωνε το άτιμο χέρι του να βρη τη γεμάτη σακκούλα, το στόμα του πιστού σκυλλιού του τ' άρπαξε. Σκυλλί και φονιάς πάλαιβαν ο ένας με το φονικό μαχαίρι κι' ο άλλος με τα δόντια.

Κι' οι σκλάβες σαν τον έπλυναν κι' αλείψανε με λάδι, 587 τον τύλιξαν μες στο σκουτί και στ' ώριο πανωφόρι· και τότε αφτός τον σήκωσε κι' απίθωσε στο στρώμα, κι' οι παραγιοί τον έβαλαν κι' οι διο μαζί στο κάρο. 590 Τότε έσπασε στα κλάματα και του Πατρόκλου κράζει. «Μη μου χολιάσεις, Πάτροκλε, σα μάθεις μες στον Άδη πως τώρα στον πατέρα του πάει ο φονιάς σου πίσω, τι έλαβα δίκια ξαγορά.

ΑΔΜΗΤΟΣ Φύγε και άφησε μ' εδώ να θάψω τον νεκρό μου. ΦΕΡΗΣ Φεύγω και θάψε την εσύ, που είσαι κι' ο φονιάς της. Αλλά θα δώσης μια φορά λόγο στους συγγενείς της· άνδρας δεν θα είναι ο Άκαστος, αν κάποτε δεν έλθη να τιμωρήση άγρια της αδελφής τον φόνο. ΑΔΜΗΤΟΣ Λοιπόν κατάρα και σ' εσέ, κατάρα και στην μάννα, Κ' οι δυο, αν κ' έχετε παιδί, εν τούτοις θα γυρνάτε χωρίς παιδί.

Υψηλότερον των λοιπών καθημένη, εκράτει επί των γονάτων αυτής ύπτιον κόσκινον, εφ' ου κύπτουσαι η Οθωμανίς και η μήτηρ μου, εφαίνοντο προσπαθούσαι να εννοήσωσι κάτι τι, μετά προφανούς εκπλήξεως και απορίας. Μετά μακράν σιωπήν: — Καθώς σε λέγω, είπεν η Αθιγγανίς μετά δογματικής εμφάσεως. Ο φονιάς είναι κοντά σας· γυρίζει τριγύρω σας· μην τον ζητάτε μακρυά.

Είναι φοβερό ν’ ακούση κανείς, πως γίνεται αυτό το κηρί! Εκείνος, που έχει ανάγκη από τέτοιο κηρί, πηγαίνει και ξεκοιλιάζει έναν άνθρωπο, του αρπάζει την ξυγγοπάνα, που σκεπάζει τα εσωτικά του και φεύγει. Αλλά για να είναι χρήσιμη αυτή η ξυγγοπάνα, πρέπει ο άνθρωπος που την είχε, να είταν ζωντανός την ώρα, που ο φονιάς την τραβούσε από μέσα.

Δεν μπορεί να είναι αλλοιώς, έλεγεν. Ο φονιάς πρέπει να ήταν μανισμένος μαζί του, και πρέπει να το ήξευρε. Αλλέως δεν μπορούσε να τον παραμονεύση αυτή την πρώτη την ημέρα, που πήρε την πόστα πάνου του. Είναι λοιπόν χωρίς άλλο χωριανός μας, ή κανείς από τα περίχωρα. Όταν επήραν αυτόν, που είχε πρώτα την πόστα, στην φυλακή, είπα πως έκαμεν ο Θεός κρίσι.

Μα, μβήκε μέσα κι' ο φονιάς κ' έγιναν σαράντα ένα. Θωρείς τον έχω μαγεμένο, κ' είμ' άξια να τον φέρω μέσ' στο κόσκινό μου κι' από την άκρηα του κόσμου.