United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και δύνασαι ν' απαιτήσης από τον δυστυχή εκείνον, που η ζωή του τρώγεται ολοένα από χρονίαν αρρώστεια, δύνασαι ν' απαιτήσης απ' αυτόν να θέση τέλος διά μιας εις τα βάσανά του μ' ένα μαχαίρι; Και μήπως το κακόν, το οποίον κατατρώγει τας δυνάμεις του, δεν του αφαιρεί συγχρόνως και το θάρρος να ελευθερωθή απ' αυτό;

Και ποιος πια να πάη και να σφαλιχτή σπίτι του μέσα; Όλοι, όλοι να μείνουν απόψε στου Γιάνη, να νυχτερέψουν ανιστορώντας τα περασμένα, ίσως και βρούνε παρηγοριά. Κάθε λόγος της χολοσκασμένης Βασιλικής δίστομο μαχαίρι στου Μιχάλη τα σπλάχνα. Κόλαση καθώς που είταν η ψυχή του, ακόμα πιο φοβερώτερη την έκαμνε το θέλημα της Βασιλικήςνα νυχτερέψουνε στου Πανάγου το σπίτι!

Έτσι το κάνουμε πάντα κι' έτσι έκαναν από τα παλαιικά χρόνια οι άνθρωποι της Κορνουάλης. Μολαταύτα αν ξέρης καμμιά πειο καλή μέθοδο, δείχ'τη μας. Πάρε αυτό το μαχαίρι, ωραίο αδέρφι. Θα την μάθουμε ευχαρίστως». Ο Τριστάνος γονάτισε και προτού κόψη το ελάφι, του έβγαλε το τομάρι. Έπειτα τεμάχισε το ζω, αφήνοντας τα κέρατα απείραγα.

Μ' εγνώρισεν αμέσως και όταν εσήκωσα απάνω του το μαχαίρι, κράζοντας αυτόν «φονιά των παιδιών μου», άπλωσεν ο φόβος στην όψι του θανάτου πρασινάδα. Ήταν άφωνος και παράλυτος και δεν μπορούσε ούτε να παρακάλεση ούτε να γονατίση. Όσα όμως δεν ημπορούσαν να κάμουν τα γόνατα και η γλώσσα τα έκαμνε το μάτι. Το βλέμμα του μου έλεγεν Αμάν! μου φιλούσε τα χέρια, μου έγλειφε τα πόδιά.

Και καταλάει κατόπι με το μαχαίρι ως δώδεκα αρχοντονιούς των Τρώων, 175 και νιους και σκύλους μ' ανοιχτά λαρύγγια μες στα ξύλα τους ρήχνει... α! βάρβαρη δουλιά σοφίστηκε να κάνει!

« Μου λέγει; — Είμαι η σκιά » Του εραστού σου Φώτου » Μ' εσκότωσεν ο Δημητρός, «'Κειός ο μεγάλος μου εχθρός, » Απάνωτο θυμό του.» « — Ο Δημητρός! — εφώναξε, — » — Η ζήλια μ' απαντάει, » Τον εκατάντησε φονιά, » Και το μαχαίριτην καρδιά. » Μου έμπηξετο πλάι — »

Φετάνης και Γκεσούλης κουτρουβαλιάστηκαν στα σκαλοπάτια. Έτρεξαν να τους χωρίσουν άντρες και γυναίκες από μέσα από το σπίτι, κι' ο Φετάνης, για να γλυτώση, έβγαλε το φονικό του μαχαίρι να χτυπήση τον Γκεσούλη, τον μόνο μάρτυρα του κακουργήματός του.

Είσαι καλός πατριώτης εσύ, είσαι και διπλωμάτης. Τώρα που δεν κόβει πια το μαχαίρι σου, που σκούριασε η πιστόλα σου, βρίσκεις καιρό να συλλογιστής, κ' εκεί που χτυπάεις το χαλβά σου, ο νους σου κατεβάζει αλήθειες που ο πιο ξακουσμένος Σοφτάς της Ρωμιοσύνης δεν τις ονειρεύεται! Άφερημ, άφερημ! Τι θα είταν η Ρωμιοσύνη ανίσως κ' είχαμε και μεις μερικούς χαλβατζήδες! Εμείς μήτε χαλβατζήδες δεν έχουμε!

Και έπειτα, λέγει κάποιος με σκελετώδη φυσιογνωμίαν από το άλλο άκρον της τραπέζης συνεχίζων την ομιλίαν, είχομεν επί τινα καιρόν μεταξύ άλλων παρομοίων παραδειγμάτων και ένα ο οποίος επίστευεν ακραδάντως ότι ήτο τυρί της Κορδούης, και ο οποίος κραδαίνων ένα μαχαίρι εις το χέρι προσεκάλει τους φίλους του να κόψουν ένα κομμάτι καταμεσής του μηρού του.

Μίαν νύκτα ο Καλήδ επήγε κρυφά και έκοψε το κεφάλι του βρέφους, και έφερε το μαχαίρι αιματωμένον, και το έκρυψεν υποκάτω εις το στρώμα της Ρεσπίνας, τον καιρόν που αυτή έλειπε και έξω από αυτό έχυσε και σταλαγματιές αίματος από την σαρμανίτσαν του βρέφους έως εις το κρεββάτι αυτής της ανεύθυνης, διά να πέση εις αυτήν το βάρος πως το έσφαξε.