Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Ηθέλησε να γονατίση αλλ' ευθύς μετενόησεν. Όχι· εις την εποχήν του δεν εγονάτιζον τας περισσοτέρας φοράς, μέσα εις την φοβερωτέραν ώραν της συμπλοκής, ενώ αι σφαίραι εσύριζον απειλητικαί τριγύρω των ούτω όρθιοι, ακλόνητοι αντιμετώπιζον τον θάνατον οι πολεμισταί εκείνοι.
Έπαυσε η εσωτερική αντίστασις, εσίγησεν ο ανεξερεύνητος λόγος τόσων δισταγμών, ο φοβερός αγών έχει γονατίση, έχει συντρίψη την ψυχήν του Αμλέτου· η θέσις του ομοιάζει αρνητική με την πεποίθησιν ότι αυτός είναι όργανον της Θείας Δίκης, εκτελεστής Ανωτέρας Θελήσεως, αδιάφορος, ατάραχος περιμένει έξωθεν την αφορμήν, την ώθησιν, το σύνθημα, να εκπληρώση την εντολήν του, και ήδη σκοτεινώς μαντεύει ότι τοιαύτη αφορμή θα προέλθη από τον αγώνα της ξιφομαχίας, όπου αναγκαίως υποπτεύεται νέαν φονικήν επιβουλήν του Κλαυδίου.
Εδώ κ' εκεί κοκκίνιζαν τα όψιμα οργώματα· άστρα λαμποκοπούσαν ανάμεσά τους τα πρόστυχα γυαλιά· λαλούσανε πουλιά στα δέντρα. Απόπερα ερχόταν βουή ανάκατη από κυπριά και βελάσματα, φλογέρες και λαλήματα. Και ψηλά έρριχνε το γαλάζιο του μάτι ο ουρανός σαν πατέρας στων παιδιών του τη χαρά. — Ναέ αχάλαστε! δέξου με λειτουργό σου· είπε ολόψυχα ο Δημητράκης, έτοιμος να γονατίση.
Ενώ ετοιμαζόντανε ν' αρχίσουν την τρίτη βόλτα, ο Αγαθούλης μη βαστάνοντας πια, ζήτησε ως χάρη να ευαρεστηθούν να λάβουν την καλωσύνη να του τινάξουν τα μυαλά· του κάμανε αυτό το χατήρι· του δένουν τα μάτια· τον βάζουν να γονατίση.
Κ' ένοιωθε κάποια ορμή να γονατίση, να φιλήση το χώμα το καλόβουλο, να δείξη με χίλιους τρόπους τη χαρά και την ευγνωμοσύνη του. Ο Κουτρουμπής κ' οι άλλοι κολλήγοι αναγκάστηκαν να κάμουν το θέλημά του. Από γεωργοί έγιναν μεροκαματάρηδες· άφηκαν τ' αλέτρι και πιάσανε την αξίνα. Πάσα ημέρα, από την αυγή ως το βράδυ, άλλο δεν έκαναν παρά ν' ανοίγουν γουβιά και χαντάκια, να ψιλοκοσκινίζουν χώματα.
Μ' εγνώρισεν αμέσως και όταν εσήκωσα απάνω του το μαχαίρι, κράζοντας αυτόν «φονιά των παιδιών μου», άπλωσεν ο φόβος στην όψι του θανάτου πρασινάδα. Ήταν άφωνος και παράλυτος και δεν μπορούσε ούτε να παρακάλεση ούτε να γονατίση. Όσα όμως δεν ημπορούσαν να κάμουν τα γόνατα και η γλώσσα τα έκαμνε το μάτι. Το βλέμμα του μου έλεγεν Αμάν! μου φιλούσε τα χέρια, μου έγλειφε τα πόδιά.
Ο Καψάλης και ο άλλος του μπάρκου με την τρίχα σηκωμένη, τα μάτια κατακόκκινα, σκαρφαλωμένοι στα παραπέτα άφριζαν δαγκάνοντας ξύλα και σχοινιά και αλυχτούσαν, νομίζεις πως έβριζεν ο ένας «τσοπάνο!» και του απαντούσεν ο άλλος «παπλωματά!» Έβριζαν οι καπετάνοι, εφώναζαν οι ναύτες, αλυχτούσαν τα σκυλιά, η θάλασσα ερέκαζε, τα καράβια ανεβοκατέβαιναν κ' ετριζοκοπούσαν αχώριστα, σαν δύο θηρία που αρπαγμένα στόμα με στόμα πάσχουν να γονατίση το ένα τάλλο· και ο άνεμος εβογγούσε στα σχοινιά!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν