United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δηλαδή αυτοί, ενώ δέρνονται, δεν αφήνουν την πρασινάδα. Επίσης δε και οι μοιχοί από λαγνείαν κάμνουν πολλά παράτολμα. Αλλά δεν είναι ανδρεία τα ζώα, τα οποία παρορμώνται εις κινδύνους από πόνον ή από έξαψιν. Είναι όμως πολύ φυσική η ανδρεία η προερχομένη από έξαψιν και φαίνεται ότι ομοιάζει την ανδρείαν, εάν προστεθή εις αυτήν η προαίρεσις και ο λόγος.

Και δε δύνονταν να μας δροσερέψουν ούτε η πρασινάδα του αριού λόγγου που διαβαίναμε, ούτε της ρεμματιάς το τρεχάμενο λιγοστό νερό. Μαραμένες από το λιοπύρι και ξεδροσισμένες εκρέμονταν από τα πουρνάρια η αγράμπελες, παρόμοιες με την κόρη του Θεόκριτου ύστερ' από το κρυφό πλάγιασμά της με το ερωτεμένο το βοσκόπουλο.

Ποτέ του ήλιου η ευμορφιά, ποτέ της γης η νειώτη Κ' η περηφάνεια του βουνού, του δέντρου η πρασινάδα Κ' η λευθεριά του ξηφτεριού, ποτέ τόση γλυκάδα Τόση κρυφή μοσχοβολιά δεν έχυσαν τριγύρωτο Διάκο που ψυχομαχά.

Το μάτι ελεύθερο ξάνοιγε την απέραντη πρασινάδα των σταφίδων και τη θάλασσα τη βαθειά γαλάζια κι αφροστεφανωμένη. Τα χελιδόνια φτερούγιζαν φλύαρα κ' οι γλάροι βουτούσαν κάτω στα κύματα. Χαρά θεού, κι ομορφιά καλοκαιρινής ημέρας. Ο ουρανός, ξάστερο κρούσταλλο, καταγάλαζος, τ' αεράκι της εξοχής μυρωμένο από χορτάρι, από πρασινάδα.

Τότε ο βαστάζος έλαβε θάρρος και εχαιρέτησεν όλους τους κύκλω της τραπέζης καθημένους· και αφού εξεφάντωσαν αρκετά τόσον με τα ποικίλα και νοστιμότατα φαγητά και πιοτά και με το εναρμόνιον λάλημα μουσικών οργάνων, όσον και με το μελωδικόν λάλημα κάθε είδους πουλιών, τα οποία εφύλαττεν ο πλούσιος Σεβάχ εις ένα τερπνότατον περιβόλι στολισμένον με τα πλέον ωραιότερα δένδρα και χόρτα, των οποίων η πρασινάδα και τα ευωδέστατα άνθη συντροφιασμένα με τους ευμορφωτάτους και γλυκείς καρπούς, απετέλουν ένα επίγειον παράδεισον ποτισμένον με διάφορα κρυσταλλοειδή νερά, εις την μέσην του οποίου ήτον η μεγαλοπρεπής και ωραιοτάτη Λόντζα, που εσυνήθιζεν ο Σεβάχ θαλασσινός να κάμνη τα συμπόσιά του και εις αυτό το περιβόλι εφαίνετο η αγχίνοια της φύσεως και τέχνης, οποία δύναται να κατασκευάση θαυμάσια.

Ο Χαγάνος δεν πήρε, άρπαξε από τα χέρια του δούλου το κιάλι, το άρμοσε στα μάτια του και κύτταξε για πολλή ώρα τριγύρω. Είχε δίκιο ο δούλος του. Τα ξένα χτήματα έζωναν με πρασινάδα το δικό του· πήγαιναν να το πνίξουν με το θρασομάνημά τους. Ψηλά του Βασίλη του Ζάρακα το χτήμα, περιμαντρωμένο με αθάνατους τον τρόμαξε.

Και τώρ' ας προφητέψω και γω με τον Παναγή Καλογιάννη πως θα μας έρθη Εκείνος που θα το καταστρώση το μεγάλο και το λαμπρό αυτό παραμύθι, απαράλλαχτα καθώς μας ήρθε κι' ο Κωσταντίνος. Θα κατέβη αυτό τουράνιο το πουλί και θα μας κελαϊδήση, όταν έχει ο τόπος αγέρι, ήλιο και πρασινάδα.

Μ' εγνώρισεν αμέσως και όταν εσήκωσα απάνω του το μαχαίρι, κράζοντας αυτόν «φονιά των παιδιών μου», άπλωσεν ο φόβος στην όψι του θανάτου πρασινάδα. Ήταν άφωνος και παράλυτος και δεν μπορούσε ούτε να παρακάλεση ούτε να γονατίση. Όσα όμως δεν ημπορούσαν να κάμουν τα γόνατα και η γλώσσα τα έκαμνε το μάτι. Το βλέμμα του μου έλεγεν Αμάν! μου φιλούσε τα χέρια, μου έγλειφε τα πόδιά.

Και ο Ήλιος που έγερνε τώρα σιγαλά και λυπημένα προς τη δύση, άπλωνε ένα παράπονο σ' όλη τη φύση, σαν να της μηνούσε πως δεν θα ξαναφανή πια στον ουρανό και πως θα κοιμηθή για πάντα στα βάθη του Ωκεανού. Πέρα στον κάμπο ένα δρομαλάκι ξεχώριζε μέσα στην πρασινάδα. Ανέβαινε ήσυχαήσυχα το λόφο, στριφογύριζε σαν φιδάκι και χανότανε κάπου εκεί πέρα, μακρυά στο φλογισμένον ορίζοντα.

Το αίμα έτρεχε απ' τα χέρια μας. Και προχωρούσαμε στο σκοτάδι. Πηγαίναμ' εμπρός. Μονάχοι, εγώ και ο Άλλος... Άξαφνα, μιαν ανοιξιάτικη αυγή, που ο ήλιος έλαμπε απάνω στη δροσολουσμένη πρασινάδα και τη γέμιζε διαμάντια, και τα περιβόλια σκορπούσαν ευωδίες λογιώνλογιών στον αέρα, φανερώθηκε στη χώρα, δειλός και μαζεμμένος, ο όμορφος τρελλός.